Επιτέλους η Αθήνα έκανε κάτι που θα έπρεπε να είχε κάνει
ξεκάθαρα και δυνατά εδώ και καιρό. Απευθύνθηκε
από το κορυφαίο διεθνές forum, τον ΟΗΕ, στην Τουρκία και στον πρόεδρο Ερντογάν
όχι με την ξύλινη αλλά με την αφοπλιστικά αξιακή γλώσσα του διαλόγου,
συνεννόησης και συνεργασίας. Και κυρίως
απευθύνθηκε ευθέως στον τουρκικό λαό σε μια επίθεση φιλίας που με αυτή την αμεσότητα
και καθαρότητα δεν είχε γίνει τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Ενώ δηλαδή το επικοινωνιακό σύστημα μας
προετοίμαζε για έναν Μητσοτάκη που στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ… θα έδερνε,
μαστίγωνε μέχρις εξοντώσεως τον Ερντογάν, ο Έλληνας Πρωθυπουργός έκανε μια
υποδειγματική ομιλία στο σύνολό της, αλλά ειδικότερα για την Τουρκία ήταν μια
καινοτόμος ομιλία με τα στοιχεία εκείνα που φέρνουν την άλλη πλευρά σε δύσκολη
θέση. Η ομιλία μπορεί να συμβάλει-νομίζω
-στο να διαλυθούν κάποιες βαθύτατα εσφαλμένες προσλήψεις σε ό,τι αφορά τις
θέσεις και προθέσεις της Ελλάδας. Αρκεί η
άλλη πλευρά να τη διαβάσει προσεκτικά και να διαβάσει λίγο και ανάμεσα στις
αράδες. Αν θέλει και μπορεί λόγω και
επικείμενων εκλογών.
Συγκρατώ πέντε πολύ σημαντικά στοιχεία από τα όσα είπε
Πρωθυπουργός στον ΟΗΕ για την Τουρκία.
Πρώτον, αναγνώρισε ότι Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα. Είπε συγκεκριμένα: «Η Τουρκία είναι σε τελική
ανάλυση μια σημαντική χώρα – μέλος του ΝΑΤΟ που μπορεί να είναι εταίρος και
σύμμαχος της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν αυτό επιλέξει».
Δεύτερον, αναγνώρισε ότι Τουρκία μπορεί να διαδραματίσει
σοβαρό ρόλο σήμερα σε γεωπολιτικές υποθέσεις. Είπε ειδικότερα: «Η Τουρκία έχει τη
δυνατότητα να διαδραματίσει εποικοδομητική ρόλο. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες προσπάθειες της Άγκυρας
που οδήγησαν στην επιτυχημένη μεσολάβηση του ΟΗΕ για μια συμφωνία εξαγωγών
σιτηρών μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας είναι μια σημαντική συμβολή στην παγκόσμια
επισιτιστική ασφάλεια».
Τρίτον και σημαντικότερο, τόνισε εμφατικά ότι «υπάρχει ένας
δρόμος» πέρα από την αντιπαράθεση και σύγκρουση. Και επικαλέστηκε μάλιστα το προηγούμενο του
Ελ. Βενιζέλου για να στηρίξει τη θέση του. Είπε συγκεκριμένα: «Οκτώ χρόνια μετά τα
τραγικά γεγονότα του 1922, οι ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας είχαν το
θάρρος να υπογράψουν μια Συμφωνία Ειρήνης και Φιλίας». Είδε δηλαδή το «1922» όχι ως πηγή για να
ξύσουμε τραύματα αλλά ως την αφετηρία για συμφιλίωση.
Τέταρτο και ακόμη σημαντικότερο, εξαπέλυσε την επίθεση
φιλίας στον τουρκικό λαό λέγοντας: «Η Ελλάδα δεν αποτελεί απειλή για τη χώρα
σας. Είμαστε γείτονες. Εκτιμούμε τις πολλές φιλίες μεταξύ απλών Ελλήνων
και τούρκων πολιτών».
Πέμπτον, και βέβαια ως όφειλε, στηλίτευσε κάθετα την τουρκική
επιθετικότητα και τον αποσταθεροποιητικό της ρόλο και έθεσε τις αυτονόητες
ελληνικές κόκκινες γραμμές: το απαραβίαστο της ελληνικής κυριαρχίας.
Επομένως το μήνυμα που εστάλη είναι σαφές και
οιονεί δεσμευτικό: θέλουμε συνεργασία, φιλία, διάλογο. Και ελπίζεται ότι δεν θα ακολουθήσουν τίποτα
«διορθωτικές» παραφωνίες που θα θολώσουν την καθαρότητά του. Όπως ελπίζεται ότι άλλη πλευρά, η Άγκυρα, θα
ανταποκριθεί έμπρακτα στο μήνυμα αυτό. Και ένας τρόπος γι’ αυτό είναι να επιβεβαιώσει
τις πληροφορίες για συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη στην Πράγα στις 6 Οκτωβρίου.
Εξαρτάται από την τουρκική πλευρά καθώς ο
Έλληνας Πρωθυπουργός δήλωσε ανοιχτός για τη συνάντηση αυτή. Πάντως είναι αξιοσημείωτο ότι Τουρκία φέρεται
να δηλώνει για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες ότι «δεν αμφισβητεί την
κυριαρχία και ενότητα της Ελλάδας». Παρά
την κατακόρυφη κλιμάκωση, υπάρχει όντως ένας άλλος δρόμος στα ελληνοτουρκικά,
αρκεί να υπάρχει και βούληση.
If there
is a will, there is a way…