Το πρώτο μου μπάρκο

Αφήγηση
του κ. Παντελή Πρώιου*


Με
αφορμή την περιγραφή ενός σύγχρονου πρωτόμπαρκου Δοκίμου, που διάβασα σε μια
διαδικτυακή ιστοσελίδα με Ναυτικές ιστορίες – εμπειρίες, μου ήρθαν πολλά στην
μνήμη, καθώς θυμήθηκα την δική μου εμπειρία από το 1958:


Ήταν
το πρώτο πραγματικό μπάρκο μου πριν κάμποσα χρόνια, το 1958.  Τότε υπήρχε μεγάλη κρίση στην Ελληνική και
την παγκόσμιο Ναυτιλία και πάρα πολλά πλοία ήταν παροπλισμένα στον κόλπο της
Ελευσίνας.  Μάλιστα, ήμουν πρωτόμπαρκος
επ’ αγκύρα, σε ένα από αυτά τα παροπλισμένα.  Ένα Αμερικάνικο Liberty του Λιβανού, όπου μαζί
με τον Ανθυποπλοίαρχο κάναμε συντήρηση, λέγε ματσακόνι, χρωματισμούς, κλπ.… εν
αναμονή κάποιου κατσέλου για απόπλου…  Τελικά
ήλθε από άλλη Εταιρεία, Χανδρή, η πολυπόθητη ευκαιρία να μπαρκάρω σε ένα
νεότευκτο, 2 ετών, φορτηγό που είχε κατσέλα για κάρβουνο από ΗΠΑ, κυρίως τα
λιμάνια της Virginia, Hampton Roads, με προορισμούς κυρίως σε λιμάνια της
Γερμανίας στον Έλβα ποταμό και Ολλανδία, Άμστερνταμ ή Ρότερνταμ.  Το πλοίο ερχόταν από Γδύνια Πολωνίας, όπου
είχε ξεφορτώσει, δεν θυμάμαι τι και θα το συναντούσαμε στο Κίελο της Γερμανίας.


Είμασταν
μια ομάδα 6 ατόμων, 2 ναύτες και τέσσερεις ακόμα, 1 λαδάς, 1 δόκιμος και 2
τζόβενα.  Επειδή έτυχε να ξέρω Αγγλικά
και Γαλλικά, από ιδιαίτερα και το Γυμνάσιο Ελευσίνας, είχα κατά κάποιο τρόπο
αναλάβει την ευθύνη της επικοινωνίας με τα τελωνεία για τα διαβατήρια-φυλλάδια
κλπ.  Πετάξαμε από Αθήνα Ιταλία και από
κει με τα τρένα ταξιδέψαμε 3-4 ημέρες διασχίζοντας Ιταλία, Ελβετία, Αυστρία,
Γερμανία.  Ένα αρκετά μεγάλο, κοπιαστικό,
αλλά τουλάχιστον για μένα, πολύ ενδιαφέρον ταξίδι!  Περνώντας μέσα από όλες αυτές τις χώρες που
τότε είχαν πολύ αυστηρούς ελέγχους στα σύνορα και έπρεπε κάθε φορά να τους
εξηγώ ότι είμαστε Έλληνες ναυτικοί με προορισμό το πλοίο μας στο Κίελο.  Ευτυχώς οι βαλιτσούλες μας ήταν μικρές, καθώς
δεν χρειάζονταν πια να κουβαλάμε την “προίκα” μας, πετσετοσέντονα κλπ., όπως
μια γενιά πριν από μας, καθώς μου διηγούταν ο αδελφός της Μητέρας μου, που ήταν
θερμαστής στα χρόνια των πολέμων, όπως του Β΄ παγκοσμίου με τα Ελληνικά πλοία
να διασχίζουν τον Ατλαντικό με κίνδυνο να τορπιλιστούν από τα Γερμανικά U Boats
(υποβρύχια).  Πράγματι πολλοί Έλληνες και
κυρίως Χιώτες ναυτικοί χάθηκαν στον Ατλαντικό τότε.  Τέτοιες ιστορίες είχα ακούσει από τον θείο
μου, όπως και τον Ανθυποπλοίαρχο που ήμασταν μαζί στο παροπλισμένο Liberty, στον
κόλπο της Ελευσίνας.  Αλλά και από έναν
Καπετάνιο με τον οποίο συνυπηρέτησα ως Ανθυποπλοίαρχος, που παρουσίαζε μια
“ιδιόμορφη” συμπεριφορά!  (Όταν τον
ξυπνούσαμε για κάποιο έκτακτο συμβάν, ή προσέγγιση σε λιμάνι, πεταγόταν
απότομα, συνήθως από τον καναπέ του, όπου κοιμόταν πάντα με τα ρούχα του!! και
έτρεχε έξω στην βαρδιόλα για να εποπτεύσει την πλώρη, ή την μάσκα του πλοίου
για τυχόν επιπλέουσα Γερμανική νάρκη ή υποβρύχιο.  Αυτό κρατούσε για μερικά λεπτά μέχρις ότου να
“συνέλθει” και να συνειδητοποιήσει την πραγματική περίσταση!!).  Την συμπεριφορά αυτή μου την είχε διηγηθεί από
που προέρχονταν και μου έλεγε να παραμερίζω, καθώς έτρεχε σαν υπνωτισμένος!!
έξω…  Αργότερα με τις σπουδές μου στην
Ψυχολογία στις ΗΠΑ, την ερμήνευσα σαν ένα κατάλοιπο σοβαρού μετατραυματικού
φαινομένου από τα ταξίδια του με τα περίφημα Συμμαχικά convoys στον Ατλαντικό
μεταξύ Αμερικής και Ευρώπης κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Για να
επανέλθω στο ταξίδι για το Κίελο, όπου τελικά φθάσαμε κατάκοποι αλλά σώοι και
αβλαβείς και καταλύσαμε σε ένα μικρό ξενοδοχείο κοντά στις Λεκάνες από όπου θα
περνούσε το πλοίο μας ερχόμενο από Γδύνια.  Για “καλή’ μας τύχη είχε καθυστερήσει λόγω ομίχλης
και έτσι αναπληρώσαμε τον ύπνο χουζουρεύοντας σε κρεβάτια και με ζεστό φαγητό,
καθώς ήταν παραμονές Χριστουγέννων και με την παγωνιά στα τρένα να μας έχει
διαπεράσει μέχρι τα κόκαλα.  Τότε ήταν
μεγάλη επιτυχία το Ιταλικό τραγούδι “volare cantare” και τις κοπελίτσες που μας
σερβίριζαν, ή μας περιποιόνταν τις φλερτάραμε και τις πειράζαμε
εκμεταλλευόμενοι το “una fatsa una ratsa”, καθώς όλοι, εκτός του Ναύτη,
είμασταν νεαροί!!  Τελικά όταν επί τέλους
έφθασε το πλοίο, ήταν μάλλον σκοτεινά και τότε άρχισε μια αξέχαστη πρώτη
εμπειρία, καθώς έπρεπε να πιάσουμε αμέσως δουλειά εμείς του καταστρώματος στην
κουβέρτα και να μοιραστούμε πρύμα, πλώρα για να δένουμε και να μολάμε τους
κάβους περνώντας τις Λεκάνες του Καναλιού του Κιέλου.  Κάποιος, υποθέτω ο λοστρόμος, καθώς δεν
συστηθήκαμε καν με κανένα!!! μου έδωσε μια νιτσεράδα, που έφτανε μέχρι τα νύχια
μου και η κωνική κουκούλα, σαν καπουτσίνου μοναχού, έφτανε μέχρι τα μάτια μου,
που μου έκρυβε τον σκοτεινό και έτσι κι αλλιώς άγνωστο ορίζοντα.  Αυτό που θυμάμαι ήταν να τραβώ τον κάβο όταν
άκουγα το βίρα και να τον αφήνω σιγά, σιγά όταν άκουγα το λάσκα – μόλα.  Δεν ήξερα με ποιον Ναύτη ήμουν βοηθός και
υποθέτω κι’ αυτός το ίδιο για μένα!!  Μεταξύ
Λεκανών είχαμε ένα χρονικό διάστημα να ξεκουραστούμε, αλλά δεν μας είχαν δώσει
καμπίνα, αν θυμάμαι καλά!  κι έτσι την
βγάζαμε στους καναπέδες, καρέκλες του καπνιστηρίου, που ντουμάνιαζε από
τσιγαρίλα και για μένα που δεν κάπνιζα ήταν σωστός “θάλαμος αερίων”.  Επιχείρησα να βγω έξω, αλλά το κρύο ήταν
τσουχτερό και καθώς δεν είχα ντυθεί κατάλληλα για βορειοευρωπαϊκό χειμώνα και
με δίχως γάντια, δεν είχα επιλογή από το να πεθάνω έξω στο κρύο, ή να πάθω
ασφυξία στο καπνιστήριο.  Τώρα το
σκέφτομαι, αλλά τότε που χρόνος για σκέψεις και αναλύσεις καταστάσεων, ώστε να
συγκρίνω την διήμερη παραμονή μας στο ξενοδοχείο του Κιέλου, με όλα τα τερπνά
του με την παρούσα κατάσταση, μεταξύ πλώρης μπερδεμένος με τους κάβους και
ντουμανιασμένου καπνιστηρίου.  Δεν
θυμάμαι πόσο κράτησε αυτή η περιπέτεια – διαδικασία στο Κανάλι του Κιέλου, ούτε
αν και τι φάγαμε!!


Όταν
τελικά βγήκαμε από το Κανάλι στην Βαλτική κάποιος μου έδειξε την καμπίνα μου,
που ήταν στην Πρύμη, όπως για όλους που δεν είμασταν Αξιωματικοί.  Το σκαρί ήταν σχεδιασμένο και κατασκευασμένο
στην Αγγλία, επομένως, όπως είχα μάθει και με τα Liberty, μόνο τα Αμερικάνικα
είχαν όλο το πλήρωμα αξιωματικούς και μη να διαμένουν στο μεσαίο κομοδέσιο, σε
αντίθεση με τα Εγγλέζικα που είχαν το πλήρωμα στην πρύμη.  Έτσι με οδήγησαν κάτω στις καμπίνες Ναυτών και
κατώτερου πληρώματος μηχανής, ακριβώς πάνω από τον άξονα της προπέλας.  Σαν νεότερος έπρεπε να σκαρφαλώσω στην απάνω
κουκέτα καθώς στην κάτω ήταν ένας μεγαλύτερος ναύτης, που κοιμόνταν βαθιά.  Πάτησα στα ρέλια της κουκέτας του για να κάνω
την αναρρίχησή μου στην πάνω.  Εκείνη την
στιγμή έκανα την σκέψη, τι θα γινόταν αν γλιστρούσε το πόδι μου και έμπαινε στο
στόμα του…  Αυτή η φαντασίωση με παρέλυσε
από το πνιχτό γέλιο που μου προκάλεσε και έμεινα για λίγο μετέωρος μέχρι να
συνέλθω και να διαπιστώσω ότι στο πλάι υπήρχε σκαλάκι που μπορούσα να είχα
χρησιμοποιήσει.  Τέτοια ήταν η σύγχυσή
μου που τα είχα σαστίσει.


Όταν
πια βγήκαμε στα στενά της Μάγχης και στον Ατλαντικό, με πλώρη για το Hampton
Roads, Newport News για κάρβουνο με προορισμό Γερμανία, έμαθα ότι το πλοίο είχε
κατσέλο για πολλά τέτοια ταξίδια.  Μου
πήρε πάνω από ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι για Αμερική για να συνηθίσω να κοιμάμαι
πάνω από την προπέλα, που συχνά λόγω θαλασσοταραχής και με το καράβι
“μπαούλο-φελούκα”, όπως λέγανε, μόνο με ballast, ξενέριζε και μας πετούσε
κυριολεκτικά κάτω από την κουκέτα και βλέπαμε από το στρογγυλό φινιστρίνι την
άγρια θάλασσα να χτυπά με λύσσα το ευτυχώς χοντρό και έλπιζα άθραυστο τζάμι
του.  Μια φορά που το ξεχάσαμε ανοιχτό
λόγω μπουνάτσας βρήκαμε την καμπίνα σαν πισίνα όταν μπατάρισε ο καιρός!!  Το ίδιο έπαθα και με την φουρτούνα που μέχρι
να στρώσει το στομάχι μου τάισα για καλά τα ψάρια.  Έτσι ποτέ δεν έμενα μέσα στην τραπεζαρία και
εννοείται στο καπνιστήριο, καθώς ο καπνός μου αναστάτωνε το στομάχι και τα
πνευμόνια μου.  Γι’ αυτό προτιμούσα πάντα
τα εξωτερικά του πλοίου και φυσικά την Γέφυρα.  Εκεί χρειάστηκε να κάνω μια πρώτη
“συνδικαλιστική” αντιπαράθεση με τον Γραμματικό, όταν μου είπε ότι θα κάνω 2
ώρες “εκπαίδευση” σαν Δόκιμος.  Μόνο που
η “εκπαίδευση” ήταν φασίνα στους αλουέδες.  Έτσι, πρώτα για καλή μου τύχη, μιας και στο
επόμενο ταξίδι θα έφευγε ο Καπετάνιος, χρειάστηκε να γίνει απογραφή και λόγω
των Αγγλικών μου και κάποια γνώση γραφομηχανής, έπιασα “δουλειά” στην Γέφυρα με
τον Καπετάνιο και έτσι μπήκα και στο πραγματικό αντικείμενο των Πλοιάρχων, με
ενασχόληση με την τότε αστροναυτιλία, με τα στίγματα με την χρήση του εξάντα,
χρονόμετρου, πυξίδων, μαγνητική, γυροσκοπική κ.α. ηλεκτρονικά, όπως
ραδιογωνιόμετρο, ραντάρ κλπ.


Έτσι,
χάρις σε αυτή την συγκυρία και την επιμονή μου να κάνω “εκπαίδευση” στην Γέφυρα
και όχι στην φασίνα! τα πράγματα εξελίχτηκαν κανονικά, καθώς κατά το κανονικό
8ωρο δούλευα στην κουβέρτα με τους υπόλοιπους ναύτες, λοστρόμο κλπ.  Και καθώς το πλοίο φόρτωνε και δημητριακά,
σόγια, καλαμπόκι κ.α., εκπαιδεύτηκα και ειδικεύτηκα στην κατασκευή μπουλμέδων
εν πλω, καθώς και σε άλλα πράγματα, που με βοήθησαν και στην περαιτέρω ναυτική
μου ζωή και καριέρα.  Μόνο που αυτή
κράτησε μόνο μια δεκαετία, όπως μας είχε πει ο Καπετάνιος όταν πρωτομπάρκαρα,
δηλαδή “Τα πρώτα δέκα χρόνια είναι δύσκολα”.  Και είχε δίκιο!!


* Ο κ.
Παντελής Πρώιος,
Ψυχολόγος (τέως Υποπλοίαρχος Εμπορικού Ναυτικού).

 

ΠΗΓΗ: elinis.gr

Κοινοποιήστε

Facebook
Twitter
LinkedIn
Print