Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών
Λιμενικού Σώματος

Search
Close this search box.

Επιστολή Ε.Α.Α.Λ.Σ. προς Υπουργό και Υφυπουργό Ναυτιλίας

 

Θέμα: Αίτημα
Αξιότιμο κ. Υ.ΝΑ.Ν.Π. Πλακιωτάκη Ιωάννη.

                    Κ. ΥΦ.ΝΑ.Ν.Π. Κατσαφάδο Κωνσταντίνο.

Με την παρούσα  επιστολή που
σας υποβάλλουμε, επιθυμούμε να φέρουμε σε γνώση σας μία καταχρηστική
συμπεριφορά τελεσθείσα εις βάρος μελών της ένωσης μας..
Συγκεκριμένα είναι απόστρατοι Αξιωματικοί του Λιμενικού
Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και αποστρατεύτηκαν στις ετήσιες τακτικές
κρίσεις του Μαρτίου των τελευταίων ετών με τον βαθμό του Αντιναυάρχου
Λ.Σ., ε.α ή Υποναυάρχου Λ.Σ. ε.α. κλπ ως ευδοκίμως τερματίσαντες
την σταδιοδρομία τους.
Προσέφυγαν στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, το οποίο τους δικαίωσε ακυρώνοντας την αποστρατεία τους.
Ωστόσο παρά το γεγονός ότι το
αρμόδιο Διοικητικό Εφετείο Πειραιά στο οποίο κατά των ανωτέρω
προσφύγανε έκανε δεκτή την προσφυγή τους και έκρινε ως άκυρη την
αποστρατείας τους, πλην όμως η ουσιαστική
διοικητική αποκατάστασή τους η οποία είναι η απονομή του επόμενου
αποστρατευτικού βαθμού, παρεμποδίζεται εξαιτίας μία διάταξης (παρ. 2 και
7 του άρθρου 14 του Π.Δ. 81/2012 ΦΕΚ 139Α΄/2012: Ιεραρχία, προαγωγές,
μετατάξεις, αποστρατεία, ειδικές υποχρεώσεις και
απαγορεύσεις προσωπικού Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής), η
οποία κατά τη γνώμη μας προσβάλει την ισότητα που είναι νομίμως
κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα.
Η προμνησθείσα περιοριστική διάταξη η
οποία συνιστά προσβολή και στο ίδιον δικαίωμα της προσωπικότητάς μας, καθώς
δεν έχει ισχύ και
εφαρμογή στους Αξιωματικούς των 
ΕνόπλωνΔυνάμεων(Στρατό
ξηράς, Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική Αεροπορία
), καθώς
επίσης και στους Αξιωματικούς των 
Σωμάτων Ασφαλείας(ΕΛΑΣ
και Πυροσβεστική
). Πριν
το 2012 δεν ίσχυε ούτε στο Λ.Σ.
Αξιοσημείωτο όμως τυγχάνει
και το γεγονός ότι 
η εν λόγω διάταξη δεν
ισχύει για όλες τις κατηγορίες 
Αξιωματικώνακόμη και εντός
του 
Λ.Σ. παρά μόνον για τους Αξιωματικούς
απόφοιτους παραγωγικής σχολής, στην περίπτωσή μας 
των αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών
Δοκίμων του Πολεμικού Ναυτικού/Τμήμα Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ. Αυτό
σημαίνει ότι εάν Τεχνικός Αξιωματικός Λ.Σ. (απευθείας κατάταξης που δεν
φοίτησε στο Σχολή Ναυτικών Δοκίμων ) αποστρατευθεί με τον βαθμό του
Υποναυάρχου (Τ) Λ.Σ. 
μπορεί
κάλλιστα (υπάρχει και πρόσφατο παράδειγμα στο Λ.Σ.) στα πλαίσια της
διοικητικής του αποκατάστασης να του απονεμηθεί ο επόμενος
αποστρατευτικός βαθμός του Αντιναυάρχου (Τ) Λ.Σ.
Στην ΕΛΑΣ ισχύει η διάταξη
του άρθρου 56 του ΠΔ 24/1997 (ΦΕΚ 29Α /1997, η οποία σαφώς δεν θέτει
περιορισμούς στην κρίση των Συμβουλίων κατόπιν ακυρωτικών αποφάσεων,
αλλά ο νομοθέτης αφήνει την πλήρη
ευχέρεια στα Συμβούλια να κρίνουν για επόμενα χρόνια εφόσον απαιτηθεί,
αποκαθιστώντας εκείνους τους Αξιωματικούς οι οποίοι ήδη ακύρωσαν την
επίδικη κρίση και λογίζονται πλάσμα δικαίου ως εν ενεργεία.
Στις Ένοπλες Δυνάμεις επίσης ορίζονται τα αντίστοιχα με τον Ν 2439/1996:
Ιεραρχία εξέλιξη Αξιωματικών άρθρο 19 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με
τον Ν. 3883/2010 ΦΕΚ Α΄167/24-9-2010.
Επισημαίνεται ότι το Λιμενικό
Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή είναι στρατιωτικά οργανωμένο σώμα, προήλθε
από το Πολεμικό Ναυτικό με το οποίο αδιαλείπτως τηρεί στενότατους
δεσμούς ( π.χ. τα στελέχη του
Αξιωματικοί και Υπαξιωματικοί φοιτούν στις παραγωγικές σχολές του Π.Ν.
κλπ) και σύμφωνα με το άρθρο 5 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (στον
οποίον υπάγεται το σύνολο του προσωπικού του Λιμενικού Σώματος), τα
στελέχη του Λ.Σ. έχουμε την ιδιότητα του στρατιωτικού.
Παρακαλούμε να έχουμε την υποστήριξή σας, αναφορικά με την Συνταγματική κατοχυρωμένη ισότητα στην τροποποίηση
της άδικης και αντισυνταγματικής διάταξης η οποία δεν ισχύει ούτε στους Τεχνικούς ΑΞ Λ.Σ. ΕΛΑΚΤ. 
Σας ευχαριστούμε για τον χρόνο σας και στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε διευκρίνηση.
Με ιδιαίτερη εκτίμηση

                                                                        Ο Πρόεδρος της Ε.Α.Α.Λ.Σ.

                                                            Πλοίαρχος ΛΣ(ε.α.)ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ Β.

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ

ΠΡΟΣ

 

 

Αξιότιμο κ. Υ.ΝΑ.Ν.Π. Πλακιωτάκη Ιωάννη.

               Κ. ΥΦ.ΝΑ.Ν.Π. Κατσαφάδο Κωνσταντίνο.

 

            Τα μέλη μας Ανώτατοι
Απόστρατοι Αξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος, ενώ είχανε όλα τα τυπικά και
ουσιαστικά προσόντα προαγωγής τους στους επομένους βαθμούς, εν τούτοις
αποστρατευτήκανε, και υφίστανται μία κατάφωρη αδικία.

Αυτή
συνίσταται στο γεγονός ότι κατόπιν εκδόσεως ακυρωτικών αποφάσεων από τα
Διοικητικά Δικαστήρια, με τις οποίες περίτρανα δικαιωθήκανε, εν τούτοις αυτές είναι
στην κρίση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας να εφαρμοσθούν δεδομένης της
ισχύος μιας αντισυνταγματικής διάταξης, η οποία ισχύει από το 2012, με την
οποία απαγορεύεται η οποιαδήποτε διοικητική αποκατάσταση σε συμμόρφωση με τις
αποφάσεις ΔΕΠ.

   Η υποχρέωση συμμόρφωσης
της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις συνιστά θεμελιώδη πτυχή και έκφραση
της αρχής του κράτους δικαίου και αποτελεί Συνταγματική επιταγή (άρθρο 95, παρ.
5 του Συντάγματος): «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις
δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε
αρμόδιο όργανο όπως νόμος ορίζει….». Με βάση διάταξη του Συντάγματος, το Π.Δ.
18/1989, στο άρθρο 50 παρ. 4 προέβλεψε τον έλεγχο της διοίκησης: «Οι
διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του
Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική
ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου ή να απέχουν από κάθε
ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από
τη δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για
αποζημίωση.». Ο νόμος προβλέπει και την υποχρέωση της Διοίκησης να εφαρμόζει
τις δικαστικές αποφάσεις του ΣτΕ και σε άλλες υποθέσεις με κύριο ζήτημα το
κριθέν από το δικαστήριο: «Οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και
απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο
που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής, κατά
την οποία προέχει το διοικητικής φύσεως ζήτημα που κρίθηκε από το Συμβούλιο».

   Επιπλέον, η δεσμευτικότητα
των δικαστικών αποφάσεων για τη Διοίκηση προκύπτει και από τον νόμο 3068/2002
όπου στο άρθρο 1 αναφέρεται: «Το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης
και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται
χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις
ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την
εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του προηγούμενου
εδαφίου είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και
ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά
τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει».

 Επίσης στις διατάξεις του
Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ( Ν.2717/1999 , ΦΕΚ Α΄ 97), όπως ισχύουν, μεταξύ
άλλων ορίζεται:

            Στο άρθρο 196: «Οι
αποφάσεις, με τις οποίες απαγγέλλεται η ακύρωση ή η τροποποίηση εκτελεστής
ατομικής διοικητικής πράξης ή η ακύρωση παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης
ενέργειας, ισχύουν έναντι όλων»

              Στο άρθρο 198: «1. Οι
διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη
ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων οι οποίες
εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής.

       2.Η παράλειψη διοικητικής αρχής προς
συμμόρφωση σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, έχει ως
συνέπεια, για τον παραβάτη, εκτός από την κατ’ άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα
ποινική του δίωξη, και την προσωπική του ευθύνη προς αποζημίωση».-

    Το
ΕΔΔΑ έχει κρίνει (υπόθεση
Hornsby κατά Ελλάδας) ότι: «…η αποτελεσματική προστασία
ενός μέρους ειδικά σε διοικητικές δίκες και η αποκατάσταση της νομιμότητας
προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις
δικαστικές αποφάσεις….Όταν οι διοικητικές αρχές αρνούνται, αποτυγχάνουν ή
καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 στερούνται του σκοπού
τους».

   Το
Τριμελές Συμβούλιο του ΣτΕ έχει κρίνει Τρ. Συμβ. ΣΤΕ 8/2005, 9/2004), ότι η
υποχρέωση συμμόρφωσης δεν απορρέει από κάθε απορριπτική απόφαση, «διότι με την
αίτηση συμμόρφωσης προς μια τέτοια απόφαση επιδιώκεται πράγματι όχι η
συμμόρφωση της Διοίκησης προς την δικαστική απόφαση, αλλά η εκτέλεση των ιδίων
αυτής πράξεων»

     ΣΥΝΕΠΩΣ, κατά την έννοια
των παραπάνω διατάξεων (άρθρα 50 παρ. 2 του Π.Δ.18/1989, 198 § 1 ΚΔΔ, 1 του
Ν.3068/2002), απαιτείται, επιπλέον και θετική ενέργεια ή αποχή από ενέργεια της
διοίκησης, η οποία να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο και εκτελεστική της
ακυρωτικής απόφασης.

    Σε εκτέλεση της διάταξης
του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος εκδόθηκε ο ν. 3068/2002 (Α΄ 274) και,
ακολούθως, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8 του άρθρου 3 του εκτελεστικού αυτού
νόμου, εκδόθηκε το π.δ. 61/2004 με τίτλο «Διαδικασία ελέγχου της συμμόρφωσης της
Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις» (Α΄ 54). Ειδικότερα, με τις
παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 5 του προεδρικού αυτού διατάγματος ρυθμίζονται
ζητήματα σχετικά με τη δυνατότητα υποβολής από τους ενδιαφερομένους, μετά την
έκδοση από το Συμβούλιο απόφασης επί αρχικής αίτησης προς συμμόρφωση, νέας
αίτησης επί της αυτής υπόθεσης. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι:
«Νέα αίτηση των ίδιων ή άλλων ενδιαφερομένων για επανάληψη της διαδικασίας
διαπίστωσης της μη συμμόρφωσης και επιβολή νέας χρηματικής κύρωσης, σύμφωνα με
το άρθρο 3 παρ. 3 εδαφ. τελευταίο του Ν. 3068/2002, δεν υποβάλλεται πριν
περάσει τρίμηνο από την κοινοποίηση της απόφασης του συμβουλίου στην υπόχρεη
προς συμμόρφωση αρχή». Εξάλλου, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3
του ν. 3068/2002 ορίζονται τα εξής: «Εάν μετά την επιβολή της χρηματικής
κύρωσης η διοίκηση εξακολουθεί να μη συμμορφώνεται προς τη δικαστική απόφαση,
μπορεί, μετά από επανάληψη της οριζόμενης στο άρθρο αυτό διαδικασίας, να
επιβληθεί από το τριμελές συμβούλιο και νέα χρηματική κύρωση».

    Επίσης
αναγκαίο είναι να τονισθεί ότι, στην ΕΛ.ΑΣ
ισχύει η διάταξη του άρθρου 56
του ΠΔ 24/1997 ΦΕΚ 29Α/1997, η οποία σαφώς δεν θέτει περιορισμούς στην κρίση
των Συμβουλίων κατόπιν ακυρωτικών αποφάσεων, αλλά ο νομοθέτης αφήνει την πλήρη
ευχέρεια στα Συμβούλια να κρίνουν και για επόμενα χρόνια εφόσον απαιτηθεί
αποκαθιστώντας εκείνους τους Αξιωματικούς οι οποίοι ήδη ακύρωσαν την επίδικη
κρίση και λογίζονται πλάσμα δικαίου ως εν ενεργεία.

    Επίσης στις Ένοπλες
Δυνάμεις ορίζονται τα αντίστοιχα με τον Ν 2439/1996:
Ιεραρχία εξέλιξη
αξιωματικών άρθρο 19 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τον Ν.3883/2010  ΦΕΚ Α 167/24.9.2010.

   Καθίσταται πασιφανές ότι
είναι συνταγματικά επιτακτική η κατάργηση της διάταξης αυτής η οποία μόνο
διοικητική ανωμαλία  επιφέρει.

 

 Προς τούτο επισυνάπτουμε σχετική διάταξη με σχέδιο εισηγητικής έκθεσης (φ.
03)

 

                                                                                                Πειραιάς
27 Μαίου 2021

 

                                                                                                            Ο Πρόεδρος της ΕΑΑΛΣ

                                                           

                                                                                                Πλοίαρχος
Λ.Σ.(ε.α.)ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ Β.

                                                                                               

 

ΚΑΙΡΟΣ

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

Follow Us

Κοινοποιήστε

Facebook
Twitter
LinkedIn
Print