Άρθρο του Γ. Τζογόπουλου*
H συνάντηση των προέδρων Τζο
Μπάιντεν και Εμανουέλ Μακρόν στον Λευκό Οίκο επιβεβαίωσε το άριστο κλίμα των
διμερών σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών-Γαλλίας. Μπορεί πέρυσι τον Σεπτέμβριο η συμφωνία ΑUKUS
να δυσαρέστησε τη γαλλική πολεμική βιομηχανία, αλλά σε στρατηγικό επίπεδο
υπάρχει σύμπλευση των δύο χωρών. Γι’
αυτό, άλλωστε, η κοινή ανακοίνωση που συνόδευσε τη συνάντηση των δύο ηγετών
αναδεικνύει το εύρος των κοινών δραστηριοτήτων. Από το Διάστημα μέχρι την επισιτιστική
ασφάλεια, τη βιοποικιλότητα και τη διάδοση των πυρηνικών, Ουάσιγκτον και Παρίσι
βρίσκουν μαζί τρόπους δράσης για την αντιμετώπιση των προκλήσεων.
H πραγματικότητα η οποία
διαμορφώνεται στην παγκόσμια πολιτική έχει υποβαθμίσει τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η μπάλα πλέον παίζεται στο γήπεδο της Αμερικής,
η οποία εγγυάται την ασφάλεια της Ευρώπης και συνεπώς είναι εξαιρετικά δύσκολο
είτε για κάποιο κράτος-μέλος είτε για τις Βρυξέλλες να παρεκκλίνουν της
αμερικανικής στρατηγικής. Ακολούθως, ο
πρόεδρος Μακρόν δεν αποκόμισε χειροπιαστά αποτελέσματα από την προσπάθειά του
να καταδείξει τη γαλλική και ευρωπαϊκή ανησυχία για τον τρόπο με τον οποίο οι
Ηνωμένες Πολιτείες προσαρμόζουν την εγχώρια νομοθεσία τους για να ενδυναμώσουν
την εθνική βιομηχανία. Ένας νέου τύπου
προστατευτισμός έχει κάνει πλέον την εμφάνισή του και η Ευρωπαϊκή Ένωση απλώς
διαχειρίζεται τις συνέπειες.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της
Ουκρανίας, η Ευρώπη, επίσης, δεν έχει τον πρώτο λόγο. Οι ιδιωτικές συνομιλίες Ηνωμένων
Πολιτειών-Ρωσίας αναμένεται να καθορίσουν τη μελλοντική εξέλιξη του πολέμου. Καθώς η διαμάχη συνεχίζεται, η στήριξη που
παρέχουν η Γαλλία και η Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ουκρανία είναι μεν σημαντική αλλά
δευτερεύουσα. Έτσι, μιλώντας ρεαλιστικά,
το Παρίσι αρκείται σε πρωτοβουλίες όπως η διοργάνωση του συνεδρίου της 13ης
Δεκεμβρίου για την ενίσχυση της αντίστασης της Ουκρανίας. Ακόμα και στα θέματα Κίνας, Ηνωμένες Πολιτείες
και Γαλλία φαίνεται πως συνεργάζονται αρμονικά. Δεν είναι τυχαίο πως η προαναφερθείσα
ανακοίνωση έχει ειδική αναφορά στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Η Γαλλία, σε αντίθεση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη,
έχει ειδικό ενδιαφέρον για την περιοχή και καλοβλέπει συνέργειες με την
Αμερική, ακόμα και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Απούσα από το επίσημο
γαλλοαμερικανικό μενού των συζητήσεων ήταν η Τουρκία. Ενώ το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών είχε προ
ημερών εκδώσει ανακοίνωση εκφράζοντας την ανησυχία του για τους τουρκικούς
βομβαρδισμούς στη βορειοανατολική Συρία και το Ιράκ, ο πρόεδρος Μακρόν επέλεξε
να μην επαναλάβει την ανησυχία αυτή δημοσίως στον Λευκό Οίκο. Προκύπτει πως τόσο η Ουάσιγκτον όσο και
το Παρίσι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως σημαντικό κράτος-μέλος
του ΝΑΤΟ – παρά το έλλειμμα αξιοπιστίας των τελευταίων ετών. Σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενες νέες τουρκικές
στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία θα έχουν αντίκτυπο όχι μόνο για τους
Κούρδους αλλά και για τη μάχη κατά της τρομοκρατίας. Ίσως οι δύο ηγέτες να συζήτησαν το ζήτημα
κεκλεισμένων των θυρών στην Ουάσιγκτον.
Από τη γαλλική οπτική γωνία,
δεν υπάρχει προφανώς ιδιαίτερη εμπιστοσύνη έναντι της Τουρκίας, αλλά οι
διμερείς σχέσεις είναι πολύ καλύτερες σε σχέση με δύο χρόνια πριν. Ακολούθως, επηρεάζονται οι γαλλικοί
υπολογισμοί, καθώς η κυβέρνηση Μπάιντεν δείχνει σε κάθε ευκαιρία πως δεν θέλει
να χάσει την Άγκυρα. Όταν ξεκίνησε η
ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, o πρόεδρος Μακρόν είχε προτείνει την
πραγματοποίηση μιας ανθρωπιστικής επιχείρησης από τη Γαλλία, την Ελλάδα και την
Τουρκία. Επίσης, η Άγκυρα αποτελεί
βασικό πυλώνα για τη μεσανατολική πολιτική των Παρισίων. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ
Τσαβούσογλου, για παράδειγμα, είχε συμμετάσχει στο μεγάλο συνέδριο της
Βαγδάτης, που είχε γίνει τον Αύγουστο του 2021 με γαλλική πρωτοβουλία. Η προαναφερθείσα γαλλοαμερικανική ανακοίνωση
δεν παραλείπει την αναφορά στο συνέδριο της Βαγδάτης.
Τέλος, παρουσιάζει ξεχωριστό
ενδιαφέρον πως οι πρόεδροι Μπάιντεν και Μακρόν εξήραν την πρόσφατη συμφωνία
Ισραήλ-Λιβάνου, που επιτεύχθηκε κατόπιν γαλλοαμερικανικής συνεργασίας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει, Ουάσιγκτον και
Παρίσι θέλουν να διατηρήσουν τη Μεσόγειο υπό δυτική ομπρέλα. Προς την
κατεύθυνση αυτή, αντίπαλός τους δεν είναι η Τουρκία αλλά η Ρωσία και
ενδεχομένως στο μέλλον η Κίνα. Θα είναι
χρήσιμο για την Ελλάδα να μελετήσει τις ισορροπίες που διαμορφώνονται – μέσα
στις οποίες τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό αποκτούν ολοένα και
περισσότερο παρακολουθηματικό χαρακτήρα.
*Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο
Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (CIFE), Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το
Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ
ΠΗΓΗ: ΕΛΙΑΜΕΠ