Άρθρο του Δ. Κιρμικίρογλου*
Τις τελευταίες δεκαετίες οι περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές αναγνωρίζουν ότι η πλέον κρίσιμη συνιστώσα, προκειμένου το κράτος να πετύχει τους στόχους του, είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο. Συνεπώς η ολοένα και μεγαλύτερη επένδυση στην περαιτέρω ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την αποτελεσματική του λειτουργία.
Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται σιγά σιγά ξεκάθαρο ότι οι αλλαγές που βιώνει το κράτος και η δημόσια διοίκηση είναι και αλλαγές που βιώνουν και οι ίδιοι οι υπάλληλοί του. Η προσαρμοστικότητα, για παράδειγμα, που επέδειξαν οι δημόσιοι υπάλληλοι κατά την περίοδο της έξαρσης της πανδημίας και ιδίως η αλλαγή του τρόπου εργασίας τους με την απαραίτητη προσφυγή στην τηλεργασία ή σε άλλα ψηφιακά μέσα, ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτό, όμως, απαίτησε την άμεση αναβάθμιση των ψηφιακών τους δεξιοτήτων.
Όλα τα προηγούμενα περιγράφουν μια διαδικασία αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και προϋποθέτουν, από την πλευρά των διοικήσεων, μια σημαντική επένδυση στο λεγόμενο ανθρώπινο κεφάλαιο. Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο αναφέρεται στην επαγγελματική εκπαίδευση ή κατάρτιση ή επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού μιας οργάνωσης, με σκοπό την αύξηση των γνώσεων, ικανοτήτων, δεξιοτήτων ή άλλων χαρακτηριστικών.
Αναφέρεται επίσης και στην ενδυνάμωση του ανθρώπινου κεφαλαίου ώστε να καταστεί δυνατή η μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της εκάστοτε δημόσιας ή ιδιωτικής οργάνωσης. Εάν το πλαίσιο αναφοράς είναι η δημόσια διοίκηση, αυτή η διατύπωση έχει σημαντική επίδραση τόσο στην οργανωτική διάρθρωση όσο και στις επιλεγόμενες δημόσιες πολιτικές ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού.
Πολιτικές που ήδη έχει σχεδιάσει και υλοποιεί με επιτυχία η κυβέρνηση υπό την καθοδήγηση του πρωθυπουργού, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η θεσμοθέτηση της τηλεργασίας, ο νέος τρόπος προσλήψεων στον δημόσιο τομέα μέσω ΑΣΕΠ, η σύνδεση κινητικότητας με τον ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων, η καθιέρωση νέου συστήματος αξιολόγησης με επίκεντρο τις δεξιότητες και τη συνεχή βελτίωση του υπαλλήλου, η καθιέρωση νέου συστήματος κινήτρων – αμοιβών για δημόσιους φορείς και δημόσιους υπαλλήλους, η θέσπιση του Σύμβουλου Ακεραιότητας και Συμβούλου Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (ν.4940/2022), η διεθνής εξωστρέφεια του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και τα συνεχή στοχευμένα επιμορφωτικά προγράμματα είναι μόνο μερικές από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί το προηγούμενο χρονικό διάστημα από την ομάδα του αρμόδιου Υπουργείου Εσωτερικών υπό τον υπουργό κ. Μάκη Βορίδη.
Η τάση γήρανσης των πληθυσμών αναμένεται να αναδείξει περαιτέρω το θέμα των δεξιοτήτων. Η δε αλματώδης πρόοδος της τεχνολογίας συμβάλλει στην ταχεία απαξίωση των δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων και απαιτεί την άμεση επικαιροποίησή τους μέσα από ειδικά προγράμματα αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανειδίκευσης (upskilling & reskilling), π.χ. σε ψηφιακές ή πράσινες δεξιότητες.
Η McKinsey Global Institute προβλέπει ότι κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες ο κόσμος είναι πιθανό να έχει πάρα πολλούς εργαζόμενους χωρίς τις απαραίτητες δεξιότητες για να απασχολούνται πλήρως. Τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις αναπτυγμένες οικονομίες, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να βρουν τρόπους όχι μόνο για την παραγωγή εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης, αλλά και να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας για όσους δεν έχουν τόσο υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Μία από τις μεγάλες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρώπη δεν συνίσταται μόνο στη βελτίωση των δεξιοτήτων, αλλά και στη μη αντιστοίχιση ή αναντιστοιχία δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις απαιτήσεις των διαθέσιμων θέσεων απασχόλησης. Είναι διακριτή η ανάγκη για υπαλλήλους μέσης ή υψηλής ειδίκευσης, ενώ περαιτέρω προβλέψεις δεικνύουν μια τάση για αύξηση της ζήτησης υπαλλήλων με ειδικές δεξιότητες σε θέματα ψηφιακού αλφαβητισμού ή οικολογικής συνείδησης ή άλλων κάθετων δεξιοτήτων ή υπαλλήλων με αναπτυγμένες τις διαπροσωπικές δεξιότητες (soft skills), όπως η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, η ενσυναίσθηση, η εργασία σε ομάδες, η δημιουργικότητα/καινοτομία, η επικοινωνία, η ηγεσία κ.ά.
Σημαντική δεξιότητα αποτελεί επίσης η ικανότητα αποτελεσματικής διαχείρισης και αξιοποίησης της συνεχούς αλλαγής και η προνοητικότητα (foresight), που είναι ένας τρόπος για να εξετάσει ο ηγέτης τους δρόμους που μπορεί να ακολουθήσει το μέλλον. Εργαλεία ενός υπαλλήλου προκειμένου να πλοηγηθεί σε έναν αβέβαιο και μεταβαλλόμενο κόσμο είναι οι ποιοτικές και ποσοτικές μετρήσεις, η ανάλυση των δεδομένων και η αξιοποίηση των νέων γνώσεων. Η μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης απαιτεί και την προσαρμογή στις νέες τάσεις και ανάγκες της κοινωνίας, εξυπηρετώντας έναν κόσμο συνδεδεμένο, πέρα από το γραμμικό μοντέλο που υπήρχε μέχρι σήμερα.
Από το εύρος, την ένταση και την ταχύτητα των αλλαγών καθίσταται σαφές ότι η προσαρμογή στις κρίσεις δεν μπορεί να ιδωθεί ως πρόβλημα ενός και μόνο κράτους, αλλά, αντιθέτως, πρόκειται περί ζητημάτων «που είναι ιδιαίτερα δυσχερή (ως προς την αντιμετώπισή τους) γιατί υπερκερνούν τις δυνατότητες των κρατών, ακόμη και των ισχυρών, να τα αντιμετωπίσουν μόνα τους». Στο αυτό το κλίμα των οικονομικών και κοινωνικών πιέσεων, των εξελισσόμενων πολιτικών προτεραιοτήτων και της ραγδαίας αύξησης της πολυπλοκότητας των διαδράσεων μεταξύ των κοινωνικών συστημάτων οι δεξιότητες αποκτούν πλέον τη μεγαλύτερη δυνατή προτεραιότητα και αυτό είναι ένα γεγονός που έχει αντιληφθεί πλήρως η παρούσα κυβέρνηση.
* Ο κ. Δημήτρης Κιρμικίρογλου (Msc, MBA) είναι Τομεάρχης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιας Διοίκησης στη Νέα Δημοκρατία.
ΠΗΓΗ: parapolitika.gr