Άρθρο του Αλέξανδρου
Διακόπουλου*
Η εισβολή της Ρωσίας στην
Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης και επιτάχυνε προϋπάρχουσες τάσεις τόσο στο
διεθνές σύστημα όσο και στην εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Τουρκίας. Η χώρα μας ακολούθησε πλήρως και ανεπιφύλακτα
την πολιτική της Δύσης, ενώ η Τουρκία ακολούθησε τη γνωστή τακτική των
ισορροπιών παίζοντας σε διπλό ταμπλό. Αυτή
διαφορετική προσέγγιση είναι συνεπής με τη στρατηγική που οι δύο χώρες
ακολουθούν ιστορικά και ιδίως τα τελευταία χρόνια.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα –
πέραν του ηθικού ζητήματος και της αυτονόητης απόρριψης κάθε αναθεωρητισμού -, η
υιοθέτηση μιας ξεκάθαρης θέσης, η παροχή βοήθειας στην Ουκρανία και η διάθεση
του κομβικού λιμένα της Αλεξανδρούπολης ενίσχυσαν άμεσα τη θέση της στο δυτικό
στρατόπεδο και έμμεσα την εξωτερική εξισορρόπηση στην τουρκική απειλή. Η ελληνική στάση είχε στρατηγική συνέπεια και
δικαιώνεται και από την τροπή των εξελίξεων.
Η Τουρκία, από την άλλη, η
οποία αναζητώντας τη στρατηγική της αυτονομία από τη Δύση είχε αυξήσει την
εξάρτησή της από τη Ρωσία, βρέθηκε ενώπιον ενός αδυσώπητου διλήμματος και, όπως
έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, προσπάθησε να το υπερκεράσει ακολουθώντας
μια στρατηγική ισορροπιών και αντισταθμίσεων. Ενώ αρχικά οι περισσότεροι αναλυτές προέβλεπαν
πως όσο τραβούσε σε μάκρος πόλεμος θα δυσχεραινόταν αυτή στάση της Τουρκίας και
θα την έφερνε προ αδιεξόδου, η Άγκυρα, βοηθούμενη και από τις εξελίξεις,
χειρίστηκε την κατάσταση πολύ επιδέξια και όχι μόνο έχει μείνει αλώβητη, αλλά
έχει ενισχύσει και το κύρος της διεθνώς με τη συμβολή της στη συμφωνία εξαγωγής
των σιτηρών. Η Άγκυρα κατάφερε να
αναδειχθεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ Μόσχας και Δύσης. Είναι επίσης εντυπωσιακή η ενίσχυση της θέσης
της Τουρκίας έναντι της Ρωσίας, η οποία έχει οδηγήσει σε αντιστροφή των σχέσεων
εξάρτησης μεταξύ τους.
Αυτή η αντιστροφή είναι
συνέπεια και της γεωπολιτικής απίσχνασης της Ρωσίας. Η απώλεια κύρους και επιρροής ήταν εμφανής στη
σύνοδο κορυφής του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, στη Σαμαρκάνδη, αλλά και
στη σύνοδο του G20, στο Μπαλί. Χαρακτηριστικό όμως παράδειγμα είναι πως όταν
στις 29 Οκτωβρίου, στη συνέχεια μιας επιτυχημένης ουκρανικής επίθεσης κατά του
ρωσικού στόλου στη Σεβαστούπολη, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τη
συμφωνία για τα σιτηρά, ήρκεσε μια δυναμική παρέμβαση του Ερντογάν στον Πούτιν
για να τον «επαναφέρει».
Οι σχέσεις των δύο χωρών
έχουν διανύσει τεράστια απόσταση από το 2015, όταν Τούρκοι διπλωμάτες εκλιπαρούσαν
κυριολεκτικά τη Μόσχα να άρει το εμπάργκο στα αγροτικά προϊόντα. Προ της έναρξης του πολέμου, η Τουρκία
εξαρτιόταν από τη Ρωσία για την ενεργειακή της ασφάλεια, τις εξαγωγές αγροτικών
προϊόντων, τον τουρισμό. Η Τουρκία είχε
ανάγκη τη Ρωσία για να ασκήσει την πολιτική της σε Συρία, Καύκασο, ακόμη και
στη Λιβύη. Όταν πριν από λίγους μήνες η
Τουρκία ετοιμαζόταν για μία ακόμη εισβολή στη βόρεια Συρία, ήρκεσαν οι
αντιρρήσεις του προέδρου Πούτιν για να αναστείλει τα σχέδιά της. Υπήρχε αλληλεξάρτηση, αλλά ήταν ασύμμετρη υπέρ
της Ρωσίας, και αν τελευταία επιτύγχανε τον στόχο της κατάληψης όλων των
παραλίων της Ουκρανίας, η τουρκική ασφάλεια στον Εύξεινο Πόντο θα ήταν επισφαλής.
Τώρα όμως όλα είναι
διαφορετικά. Η Ρωσία υποχωρεί στο μέτωπο
και η ρωσική οικονομία έχει απόλυτη ανάγκη τις εισαγωγές από Τουρκία. Το 2021 η Τουρκία δεν συμπεριλαμβανόταν καν
στους 10 μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας. Τώρα είναι τρίτος εταίρος, πίσω από Κίνα και
Λευκορωσία και πάνω από τη Γερμανία. Το
κυριότερο είναι πως μόνο μέσω της Τουρκίας μπορεί Ρωσία να παρακάμπτει τις
κυρώσεις και να κάνει ζωτικές εισαγωγές δυτικών προϊόντων, κυρίως τεχνολογικών.
Μη συμμετέχοντας στις κυρώσεις η Τουρκία
έχει επωφεληθεί τα μέγιστα, και οικονομικά και πολιτικά. Το διμερές τους εμπόριο έχει αυξηθεί 200% και
το ισοζύγιο είναι για τους πρώτους 9 μήνες του 2022 πλεονασματικό κατά 28 δισ.
ευρώ για την Τουρκία.
Η εξισορροπητική
στρατηγική της Τουρκίας είναι προϊόν της γεωγραφίας και της Ιστορίας της και τα
τελευταία χρόνια την ασκεί με μεγάλη επιδεξιότητα. Έχει αναπτύξει και χρησιμοποιεί όλα τα μέσα
ισχύος: ένοπλες δυνάμεις, ήπια ισχύ, αμυντική βιομηχανία, υπηρεσίες
πληροφοριών. Καταδίκασε τη ρωσική
επίθεση, αλλά κατηγόρησε τη Δύση ως υπαίτια του πολέμου. Παρακάμπτει τις κυρώσεις προς τη Ρωσία, αλλά
προμηθεύει και την Ουκρανία με drones.
Δημιουργεί συνεχή προβλήματα στο ΝΑΤΟ,
αλλά από την άλλη διαθέτει τον 2ο μεγαλύτερο στρατό και συμμετέχει πρόθυμα και
με σημαντικό αριθμό μέσων και προσωπικού σε αποστολές και επιχειρήσεις της
Συμμαχίας. Διατηρεί σχέσεις με
ισλαμιστικές οργανώσεις, αλλά παρέχει πληροφορίες σε ΗΠΑ, Γαλλία, Ισραήλ κλπ. Εργαλειοποιεί τους πρόσφυγες, αλλά από την
άλλη είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων στο έδαφός της. Χρησιμοποιεί τη σκληρή ισχύ για να ασκήσει την
επιθετική και αναθεωρητική πολιτική της, αλλά σε αντιστάθμισμα δαπανά τεράστια ποσά
σε αναπτυξιακή συνεργασία και ανθρωπιστική βοήθεια (8 δισ. δολάρια ΗΠΑ το 2020
και 7,5 δισ. το 2021, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων όμως πήγε στη βόρεια
Συρία). Η Τουρκία είναι ενοχλητική αλλά
χρήσιμη, γι’ αυτό κανένας δεν θέλει να τη «χάσει».
Κανείς δεν θέλει να τη
χάσει, αλλά και κανείς δεν την εμπιστεύεται. Ό,τι κερδίζει από τα παραπάνω το χάνει σε
αξιοπιστία. Βρίσκεται σε μια αέναη
άσκηση ισορροπίας. Όταν κλίνει
υπερβολικά προς μία πλευρά, μένει εκτεθειμένη από την άλλη. Το «γεωπολιτικό της πάπλωμα» είναι μικρό για
τις φιλοδοξίες της. Το ίδιο και η παραπαίουσα
οικονομία της, η οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη Δύση. Το ΝΑΤΟ παραμένει πυλώνας της ασφάλειάς της
αλλά και βραχίονας επιρροής. Όσο και να
θέλει τη στρατηγική της αυτονομία, δεν μπορεί να αποξενωθεί από τη Δύση. Η Ελλάδα, από την άλλη, με τη συμμετοχή της σε
Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, με τις στρατηγικές συμφωνίες που έχει συνάψει με Γαλλία και ΗΠΑ,
με τα λιμάνια της Σούδας και της Αλεξανδρούπολης, έχει ενισχύσει τη θέση της. Η ασφάλεια και η σταθερότητα της χώρας μας
είναι σημαντική για τη δυτική αρχιτεκτονική ασφάλειας. Γι’ αυτό και Ερντογάν δεν πρόκειται να έρθει
ξαφνικά ένα βράδυ!
* Ο κ. Αλέξανδρος Διακόπουλος είναι αντιναύαρχος
Π.Ν. (ε.α.), πρώην σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, ειδικός σύμβουλος ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή