Άρθρο της Χρύσας Παπαλεξάτου*
Η πανδημία είχε
ως αποτέλεσμα την κοινωνική απομόνωση, οδήγησε στο αναγκαστικό κλείσιμο των
σχολείων και των βρεφονηπιακών σταθμών και στην παύση των μεταφορών. Τα παραπάνω δημιούργησαν μια άνευ προηγουμένου
ανάγκη για φροντίδα παιδιών αλλά και ηλικιωμένων στο σπίτι, διαταράσσοντας την
ισορροπία οικογενειακής και εργασιακής ζωής. Στην ΕΕ το 2019 το 14% των εργαζόμενων μητέρων
και το 7% των εργαζόμενων πατέρων ανέφεραν ότι οι οικογενειακές ευθύνες τους
εμπόδιζαν να αφιερώσουν τον απαιτούμενο χρόνο στην αμειβόμενη εργασία τους.
Πολλοί γονείς οδηγηθήκαν στο να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους,
να ζητήσουν άδειες άνευ αποδοχών ή και να εγκαταλείψουν πλήρως την εργασία
τους. Γυναίκες, μόνοι γονείς, και ιδίως
μητέρες φαίνεται πως επηρεάστηκαν πολύ από τη διακοπή στην παροχή παιδικής μέριμνας
που προκλήθηκε από την πανδημία. Μια
διαδικτυακή έρευνα του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την
Ισότητα των φύλων αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας το
ποσοστό των γυναικών που αφιέρωναν τουλάχιστον 4 ώρες στη συνήθη καθημερινή
φροντίδα των μικρών παιδιών ανερχόταν στο 40 %, έναντι 21 % των ανδρών στο
σύνολο της Ε.Ε.
Σύμφωνα με
στοιχεία από την έρευνα European Quality of Life και πριν από την πανδημία,
ωστόσο, οι γυναίκες συμμετείχαν δυσανάλογα στην παροχή φροντίδας και στην
οικιακή εργασία. Ανάμεσα στο 2007 και
στο 2016, οι άνδρες στην ΕΕ παρείχαν κατά μέσο όρο περίπου έξι (6) ώρες
παιδικής μέριμνας την εβδομάδα ενώ οι γυναίκες περίπου έντεκα (11). Ο άνισος καταμερισμός της φροντίδας των
παιδιών και άλλων ευθυνών εντός του νοικοκυριού ανάμεσα στα δύο φύλα, αποτελεί
παραδοσιακά ένα βασικό παράγοντα που εντείνει τις ανισότητες και στην αγορά
εργασίας. Οι γυναίκες στην ΕΕ είναι πιο
πιθανό να είναι οικονομικά ανενεργές (που σημαίνει ότι δεν εργάζονται και δεν
αναζητούν εργασία) συγκριτικά με τους άνδρες. Το 2019, το 24% των οικονομικά ανενεργών
γυναικών στην ΕΕ δήλωσαν ως κύριο λόγο για την αδράνεια τους, θέματα που
σχετίζονται με την παροχή φροντίδας (το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ήταν
μόλις 3%).
Αναμφίβολα, στο
σύνολο της ΕΕ υπάρχουν αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα και οδηγούμαστε σε μια πιο
ισότιμη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να
αυξάνονται στα περισσότερα κράτη-μέλη τα νοικοκυριά με διπλό εισόδημα. Ο άνισος καταμερισμός της φροντίδας των
παιδιών, όμως, έχει άμεσες επιπτώσεις και στις αποδοχές των γυναικών. Στη διεθνή βιβλιογραφία καταγράφεται το
φαινόμενο της “μισθολογικής ποινής της μητρότητας”, που εξηγεί πως η
μητρότητα επηρεάζει το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στις γυναίκες που δεν έχουν
παιδιά και σε αυτές οι οποίες έχουν, αλλά και ανάμεσα στις μητέρες και τους
πατέρες ακόμη και όταν ήταν προηγουμένως στην ίδια τροχιά καριέρας. Μεγάλο μέρος της μείωσης των αποδοχών των νέων
μητέρων μετά τη γέννηση ενός παιδιού οφείλεται στη μείωση των ωρών εργασίας
τους. Οι νέες μητέρες συχνά μειώνουν τις
ώρες εργασίας τους, εγκαταλείπουν την εργασία τους ή μετακινούνται σε λιγότερο
χρονοβόρες θέσεις εργασίας και σε επιχειρήσεις που έχουν χαμηλότερες εργασιακές
απαιτήσεις. Κοιτώντας δεδομένα της
Eurostat πριν από την πανδημία (2017) το 31,7% των απασχολούμενων γυναικών στην
ΕΕ εργάστηκε σε θέσεις μερικής απασχόλησης σε σύγκριση με το 8,8% των ανδρών.
Οι περισσότερες
μελέτες συμφωνούν ότι όσο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών τόσο υψηλότερη είναι
η “μισθολογική ποινή της μητρότητας”. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό
Εργασίας, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, η γέννηση ενός μόνο παιδιού έχει
περιορισμένες αρνητικές συνέπειες στις απολαβές των νέων μητέρων. Ταυτόχρονα, οι πιο πολλές έρευνες δείχνουν,
ότι η ποινή αυτή είναι πολύ πιο έντονη όταν τα παιδιά είναι σε μικρή ηλικία,
καθώς όταν μεγαλώνουν, οι επιπτώσεις για το εισόδημα των μητέρων είναι
μικρότερες διότι μπορούν να αυξήσουν και πάλι τις ώρες εργασίας τους.
Επιπλέον, ορισμένες μελέτες
που παρακολουθούν τις αμοιβές των γυναικών σε όλη τη διάρκεια των εργασιακών
τους χρόνων, τονίζουν πως λιγότερες ώρες εργασίας για τις νέες μητέρες, ειδικά
στην αρχή της καριέρας τους, συνεπάγονται για παράδειγμα λιγότερες ευκαιρίες
για εκπαίδευση και χαμηλότερη πιθανότητα μελλοντικής προαγωγής, με αποτέλεσμα η
“μισθολογική ποινή” να εμμένει σε όλη διάρκεια της εργασιακής ζωής
της μητέρας.
Οι αμοιβές των
πατέρων, αντιθέτως, δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα, σύμφωνα με τη διεθνή
βιβλιογραφία, από τη γέννηση ενός παιδιού. Σε ορισμένες περιπτώσεις, φαίνεται μάλιστα πως
οι πατέρες έχουν ένα “μισθολογικό πλεονέκτημα” σε σχέση με τους
άνδρες χωρίς παιδιά. Αυτό ενδεχομένως να
οφείλεται στο ότι οι πατέρες κερδίζουν περισσότερα επειδή εργάζονται σκληρότερα
αφού αποκτήσουν παιδιά, ή εναλλακτικά γίνονται γονείς όταν κερδίζουν
περισσότερα.
Το φαινόμενο αυτό
από τη μια αντανακλά και από την άλλη ενισχύει τους στερεοτυπικούς ρόλους των
δύο φύλων στην κατανομή των οικογενειακών ευθυνών και αποτελεί τροχοπέδη στην
πρόοδο της ισότητας. Τα παραπάνω δεν παρουσιάζονται
με την ίδια ένταση σε όλες τις χώρες. Η
ύπαρξη κατάλληλων πολιτικών παρεμβάσεων – π.χ. οι γονικές άδειες και για τους
δύο γονείς, η δυνατότητα επιστροφής της εργαζόμενης μητέρας στην ίδια θέση
εργασίας, η ύπαρξη υψηλής ποιότητας υπηρεσιών προσχολικής αγωγής παίζουν
καθοριστικό ρόλο στην καταπολέμηση του φαινομένου. Ωστόσο, ακόμη και με την ύπαρξη κατάλληλων
πολιτικών παρεμβάσεων, οι προκλήσεις παραμένουν, καθώς απαιτείται χρόνος ώστε
να αλλάξουν χρόνιες αντιλήψεις και συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία
του Eurobarometer το 2017, το 84% των γυναικών και το 78% των ανδρών στην ΕΕ
δήλωσαν ότι υποστηρίζουν την απόφαση ανδρών που παίρνουν γονική άδεια. Ενώ αυτά τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι
πολλοί Ευρωπαίοι ενστερνίζονται το ιδεώδες της ισότητας των φύλων, η αναλογία
των πατέρων που τελικά αναλαμβάνουν γονική άδεια είναι ιδιαίτερα χαμηλή στο
σύνολο της Ε.Ε.
Η πανδημία
ενέτεινε παντού τις εντάσεις εναρμόνισης εργασιακής και επαγγελματικής ζωής,
και οι υψηλές απαιτήσεις για φροντίδα των παιδιών οδήγησαν κάποιες γυναίκες να
εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας μειώνοντας το εισόδημα των νέων γονέων. Και μετά την επιστροφή στην κανονικότητα όμως,
σε μια εποχή εργασιακής αβεβαιότητας και γενικευμένης ακρίβειας, η
“μισθολογική ποινή της μητρότητας” αποτελεί πρόβλημα για τους νέους
γονείς που ήδη δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Για αυτό το λόγο, το
δημογραφικό πρόβλημα-στο οποίο η χώρα μας έχει από τα πιο δυσμενή προγνωστικά
ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ για τη μείωση του πληθυσμού- δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη τόσο η εναρμόνιση της οικογενειακής
επαγγελματικής και ζωής, αλλά και τα ζητήματα που αφορούν την ισότητα των
φύλων.
* Η Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος
της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής &
Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΠΗΓΗ: capital.gr