Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών
Λιμενικού Σώματος

Search
Close this search box.

6 Απριλίου 1941. Η Γερμανική εισβολή και ο βομβαρδισμός του Πειραιά.*

*Γράφει ο κ. Ηρακλής Καλογεράκης [Γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1972 και υπηρέτησε το Πολεμικό Ναυτικό επί 37 χρόνια. Μετεκπαιδεύτηκε στις Η.Π.Α στον Ανθυποβρυχιακό πόλεμο και υπήρξε για τρία χρόνια Σύμβουλος Ναυτικών Επιχειρήσεων και Προγραμματισμού στο Κέντρο Yυποθαλάσσιων Ερευνών του ΝΑΤΟ (SACLANTCENT) στην Ιταλία. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο ABERDEEN σε θέματα Crisis Management and Conflict Resolution. Διετέλεσε Κυβερνήτης σε 3 πολεμικά πλοία (Ναρκοθέτης ΑΜΒΡΑΚΙΑ, Αρματαγωγό ΛΕΣΒΟΣ και Αντιτορπιλικό ΤΟΜΠΑΖΗΣ), Τμηματάρχης Επιχειρήσεων του Αρχηγείου Στόλου και Τμηματάρχης Ασκήσεων ΝΑΤΟ στο ΓΕΕΘΑ. Επίσης, διετέλεσε Διευθυντής των Ναυτικών Επιχειρήσεων στο Ανώτατο Στρατηγείο Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SHAPE), Διευθυντής Διεύθυνσης Επιχειρησιακής Υποστήριξης του ΓΕΕΘΑ και Εθνικός Αντιπρόσωπος στις επιτροπές της Σχεδίασης Ασκήσεων, των Θαλάσσιων Μεταφορών και της Επιχειρησιακής Υποστήριξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Το 2002 τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας για την προετοιμασία και την εκτέλεση των Ολυμπιακών αγώνων όπου αναθεώρησε το Σχέδιο Αντιμετώπισης καταστροφών ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ και συνέταξε τα Εθνικά Σχέδια Αντιμετώπισης Φυσικών και Τεχνολογικών καταστροφών. Το 2005 ως Σύμβουλος του δημάρχου Βάρης –Βάρκιζας ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του δήμου και οργάνωσε την Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας. Από το 2010 μένει μόνιμα στην Αίγινα και ασχολείται με την ιστορική έρευνα. Είναι τακτικός αρθρογράφος των περιοδικών «Ναυτική επιθεώρηση» του Πολεμικού Ναυτικού, «Στρατιωτική ιστορία» των εκδόσεων Γκοβόστη, και «Θάλαττα» του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας. Επίσης αρθρογραφεί σε διάφορες εφημερίδες και έντυπα].

Η από την 28η Οκτωβρίου 1940 εισβολή των ιταλικών φασιστικών δυνάμεων με υποστήριξη από Αλβανία, δεν προχωρούσε. Αντί τα στρατεύματα να προελαύνουν στην Ελλάδα, οπισθοχωρούσαν στην Αλβανία και μάλιστα με μεγάλες απώλειες.

Η Γερμανία, για να σώσει το γόητρο τής από το 1936 συμμάχου της Ιταλίας, αλλά και για να εξασφαλίσει τις δυνάμεις της κατά την επικείμενη “Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα” στη Σοβιετική Ένωση, έστειλε την Κυριακή 6 Απριλίου 1941 καθυστερημένα, 15 λεπτά μετά την έναρξη της εισβολής, τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα στην οικία του πρωθυπουργού Αλ. Κορυζή, για να του επιδώσει την διακοίνωση.

Αυτή έλεγε πως, οι γερμανικές δυνάμεις θα εισχωρούσαν στην ελληνική επικράτεια για να εκδιώξουν από το ελληνικό έδαφος τους 62.000 άνδρες και τα αεροπλάνα των Βρετανών, που είχαν σταλεί για ενίσχυση και πως κάθε αντίσταση σε αυτές, θα συντριβόταν. Οι ναζιστικές δυνάμεις επιτέθηκαν από την Βουλγαρία στην Θράκη και από την Γιουγκοσλαβία στην Μακεδονία, ενώ τα αεροπλάνα της 8ης αεροπορικής δύναμης της Luftwaffe, σφυροκοπούσαν την Ελλάδα.

Η “Επιχείρηση Marita” ξεκίνησε. Ο στρατός της Βέρμαχτ (24 Μεραρχίες ή 680.000 άνδρες) εκ των οποίων τρεις ήταν τεθωρακισμένες (1200 τανκς) και δύο μηχανοκίνητες, βρέθηκε απέναντι στους 70.000 Έλληνες στρατιώτες και Συμμάχους. Οι εισβολείς, σάρωναν τα πάντα στο πέρασμα τους.

Μπροστά τα τανκς, ακολουθούσε το μηχανοκίνητο πεζικό και τον δρόμο τους φρόντιζαν να εξασφαλίζουν τα 843 αεροπλάνα της Λουφτβάφφε, που πετούσαν χωρίς να βρίσκουν αντίσταση. Αυτά σφυροκοπούσαν συνεχώς τις γραμμές ανεφοδιασμού σε ξηρά και θάλασσα, καθώς και τα κύρια μας λιμάνια. Η δική μας αεροπορία (40 αεροσκάφη), μαζί με τη βρετανική (80 αεροσκάφη), δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τη γερμανική, που ήταν πανίσχυρη και είχε αδιαμφισβήτητα την αεροπορική υπεροχή.

Η επίθεση στον Πειραιά

Λόγω των αναγνωριστικών γερμανικών πτήσεων, οι αρχές υποψιάστηκαν την επικείμενη αεροπορική επιδρομή στον Πειραιά, που την περίοδο αυτή υποδεχόταν την συμμαχική στρατιωτική βοήθεια. Οι Γερμανοί ήξεραν για τις δραστηριότητες αυτές, αφού μέχρι τότε οι ακόλουθοι της πρεσβείας τους κυκλοφορούσαν ελεύθερα παντού. Δεν είχε ακόμη κηρυχτεί πόλεμος. Η βοήθεια αυτή, ερχόταν με τις νηοπομπές (Operation Lustre) που ξεκινούσαν κάθε τρεις μέρες από την Αλεξάνδρεια.

Για την διακίνηση είχε παραχωρηθεί στους Βρετανούς όλη η δυτική περιοχή του λιμανιού. Εκεί τα εφόδια, άλλα φορτωνόταν σε φορτηγά και άλλα σε βαγόνια τραίνων που ήταν στον παραπλεύρως ευρισκόμενο σιδηροδρομικό σταθμό και έφευγαν για το μέτωπο. Στη ζώνη όμως αυτή, οι Βρετανοί είχαν τον πλήρη έλεγχο. Σύμφωνα με τον υποπλοίαρχο Ι. Μελησσινό, απαγορευόταν η είσοδος ακόμη και στους Έλληνες στρατιωτικούς και μόνο αυτοί γνώριζαν πότε και τι πλοία και με τι φορτίο θα κατέπλεαν εκεί. Το φορτίο στις περισσότερες περιπτώσεις χαρακτηριζόταν απλά “στρατιωτικό υλικό” και περιλάμβανε τα πάντα από πυρομαχικά, όπλα και ανταλλακτικά, μέχρι φαρμακευτικό υλικό και τρόφιμα.

Την 4 Απριλίου, κατέπλευσαν στο λιμάνι του Πειραιά τα πλοία της νηοπομπής “ΑΝF 24”, ενώ στο λιμάνι υπήρχαν και επτά πλοία από την προηγούμενη νηοπομπή. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το Clan Fraser, που ξεφόρτωνε στην ακτή Βασιλειάδη, εκεί που είναι το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας σήμερα. Στο φορτίο του πλοίου ήταν και 500 τόνοι τροτύλης, έξι τόνοι τετρύλης και ποσότητα βροντώδους υδραργύρου που προοριζόταν για το Πυριτιδοποιείο-Καλυκοποιείο Μποδοσάκη για να φτιάξει τα πυρομαχικά μας. Λόγω της ιδιαιτερότητας του φορτίου, αυτό το γνώριζαν μόνο οι ελάχιστοι απαραίτητοι και ίσως, να μην ήταν γνωστό στις λιμενικές αρχές και υπηρεσίες του λιμανιού.

Ο Πρόδρομος Μποδοσάκης στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πως το υλικό αποτελούσε τις πρώτες ύλες που προ πολλού, είχαν υποσχεθεί ότι θα έδιδαν στην Ελλάδα, οι Βρετανοί. Στις 2 Απριλίου, αναφέρει ο Μποδοσάκης πως ενημερώθηκε από Άγγλο ακόλουθο της πρεσβείας τους, για την επικείμενη άφιξη και αυτός αμέσως επισκέφτηκε το ΓΕΣ για ενημέρωση και ρύθμιση λεπτομερειών. Στο ΓΕΣ συναντήθηκε με τον τμηματάρχη Μεταφορών, Αντισυνταγματάρχη Μεταξά, στον οποίο πρότεινε να πάει το πλοίο στην Ελευσίνα ή στο Σκαραμαγκά, για να είναι πιο κοντά στο τελικό προορισμό (Αιγάλεω, Μεγάλο Πεύκο).

Διαβάστε επίσης:  Σύντομη παρουσίαση της ιστορίας του αντιτορπιλικού Βασιλεύς Γεώργιος Α’.

Αμέσως λοιπόν, το απόγευμα, με την ενημέρωση για επικείμενο αεροπορικό βομβαρδισμό, διετάχθησαν τα πολεμικά μας να πάνε σε θέσεις διασποράς στο Σαρωνικό ενώ ταυτόχρονα, άρχισε η απομάκρυνση πλοίων από το λιμάνι. Όσο αφορά τα πλοία στην αγγλική ζώνη, ο τότε Α/ΓΕΝ Αντιναύαρχος Σακελλαρίου, ανέφερε πως πρότεινε στους Βρετανούς να απομακρύνουν όσα είχαν επικίνδυνο φορτίο, αλλά αυτοί δεν δέχθηκαν.

Επίσης γράφτηκε πως οι αρχές του λιμανιού ζήτησαν την μεθόρμιση του Clan Fraser, αλλά το “Sea Transport Office” και ο Άγγλος Στρατιωτικός Ακόλουθος, δεν ενέκριναν τη μετακίνηση, επειδή σε κανένα άλλο μέρος δεν υπήρχαν τα κατάλληλα μέσα (γερανοί) για μια γρήγορη εκφόρτωση του πλοίου και προστασία από τα πολεμικά τους. Μέχρι τη δύση του ήλιου, λοιπόν, είχαν φύγει από το λιμάνι 11 πλοία που έπλευσαν σε γειτονικούς όρμους, ενώ μέσα στο λιμάνι παρέμειναν 24 ατμόπλοια, επτά μικρότερα, αρκετά βοηθητικά και πολλές φορτηγίδες.

6 Απριλίου 1941

Το βράδυ της 6ης Απριλίου 1941, βομβαρδιστικά Junkers Ju 88 και Heinkel He 111 της 2ης και 3ης Μοίρας της 4ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού (KG 4) με Αεροσκάφη και από την 3η Μοίρας της KG 30, απογειώθηκαν από τα αεροδρόμια Gerbini και Flughafen Comiso, (κοντά στην Κατάνια της Σικελίας) και τo Wien-Aspern της Αυστρίας, για να επιτεθούν στον Πειραιά. Τα βομβαρδιστικά έφτασαν στον Πειραιά ανενόχλητα και εκδήλωσαν βομβαρδισμούς σε τέσσερα κύματα. Αυτά που ήταν χαμηλά είχαν μόνο βόμβες, αυτά που ήταν ψηλότερα είχαν μόνο νάρκες, ενώ αυτά που ήταν ακόμη πιο ψηλά, ήταν φορτωμένα και με νάρκες και με βόμβες.

Η επίθεση του πρώτου κύματος (20 Junkers 88A) έγινε στις 21:20 με ρίψη ναρκών έξω και μέσα στο λιμάνι. Καθένα είχε από δύο μαγνητικές νάρκες, νέας τεχνολογίας και βόμβες. Μετά την άφεση των ναρκών, τα αεροσκάφη βομβάρδιζαν τα πλοία και μετά, πετώντας χαμηλά, πολυβολούσαν ότι είχε φως στην περιοχή. Συνολικά αφέθηκαν 12 νάρκες μέσα στο λιμάνι, οι υπόλοιπες έξω ενώ οι βόμβες έπληξαν απ’ ευθείας μόνο το Clan Fraser, με μία μόνο βόμβα. Αμέσως ξέσπασε πυρκαγιά. Αρκετές βόμβες δεν έπεσαν σε πλοία, αλλά έκαναν εξίσου μεγάλη ζημιά αφού παντού όπου και να έπεφταν υπήρχε εκρηκτικό φορτίο και εύφλεκτα υλικά, ξύλινες φορτηγίδες, ξύλινα κιβώτια κοκ.

Μέχρι την ώρα της επίθεσης είχαν ξεφορτωθεί από το Clan Fraser μόνο οι 300 από τους 500 τόνους και πως δίπλα του υπήρχαν δεμένες δύο φορτηγίδες με εκρηκτικές ύλες που μόλις είχαν βγει. Το σουηδικό ναυαγοσωστικό VIKING, σε ρόλο πυροσβεστικό, μαζί με δύο ρυμουλκά προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σβήσουν τη φωτιά και ίσως να ρυμουλκήσουν το πλοίο εκτός. Όμως, λόγω του μεγάλου θερμικού φορτίου σε συνδυασμό πως έφεραν βόμβες βυθού, αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν.

Καταστροφές από τον βομβαρδισμό του Πειραιά

Το δεύτερο κύμα της επιδρομής εκδηλώθηκε μετά 30 λεπτά (11 Heinkel 111). Αρχηγός του σμήνους ήταν ο Επισμηναγός Hans-Joachim Herrmann, ο οποίος μετά την άφεση των ναρκών εστίασε την προσοχή του σε ένα μεγάλο φορτηγό που καιγόταν στην αποβάθρα και το προσέβαλε με τις βόμβες. Ήταν το Clan Fraser που προσεβλήθη για δεύτερη φορά, αλλά τώρα με τρεις ισχυρές βόμβες SC 250 (είχαν 250 κιλά High Explosive).

Μετά από λίγα λεπτά χτυπήθηκε και το CYPRIAN PRINCE στο Κερατσίνι που υπέστη σοβαρές ζημιές. Όμως, ήταν σαφές πως όλα τα αεροσκάφη είχαν εστιάσει την προσοχή τους στα πλοία της Ελεύθερης Ζώνης. Εκτός του λιμανιού προσέβαλαν εγκαταστάσεις στο Κερατσίνι και τα σπουδαία “Ναυπηγεία-Μηχανουργεία Βασιλειάδη” στη Δραπετσώνα. Ακολούθησαν άλλα δύο κύματα αεροσκαφών και η επιδρομή ολοκληρώθηκε στις 23:35.

Και η θάλασσα φλεγόταν

Η υπόλοιπη νύχτα έγινε μέρα από τις εκρήξεις και τα φώτα των προβολέων της αντιαεροπορικής άμυνας. Πυροβόλα ηχούσαν συνέχεια από τα πολεμικά στο λιμάνι, από τα αντιαεροπορικά του λιμανιού, από τα Vickers της Καστέλλας και από τα Bofors της πλατείας Καραϊσκάκη. Με τις λάμψεις από τα πυροβόλα των πυροβολείων του Αιγάλεω, του Σχιστού, του Σκαραμαγκά, της Ψυτάλλειας και της Σαλαμίνας και με τα φώτα από τους προβολείς έρευνας νόμιζες πως το Πάσχα ήλθε 14 μέρες νωρίτερα.

Η άμυνα όμως αυτή, μαζί με την αντίδραση των έξι μόνο αγγλικών αεροπλάνων που ήταν στην Ελευσίνα, δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πλήθος των Γερμανικών αεροσκαφών, που συνεχώς επί τρεις ώρες βομβάρδιζαν. Στις 03:15 έγινε μια μεγάλη έκρηξη στο Clan Fraser που μετέδωσε τη φωτιά στις φορτηγίδες, στα παρακείμενα υπόστεγα, σε αποθήκες, ακόμη και στα γραφεία. Όσοι ήταν κοντά εγκατέλειψαν ό,τι έκαναν και έτρεχαν να σωθούν.

Η φωτιά μεταδόθηκε γρήγορα στο CITY OF ROUBAIX, δυστυχώς φορτωμένο και αυτό με πυρομαχικά που προορίζονταν για Τουρκία. Μέσα σε λίγα λεπτά ανατινάχτηκε και κατέστρεψε ό,τι υπήρχε κοντά του. Στις 03:20 μια μεγαλύτερη έκρηξη, σήκωσε το Clan Fraser στον αέρα και στη συνέχεια το πλοίο κάθισε εκεί που ήταν. Έξι νεκροί και εννέα τραυματίες μεταξύ των οποίων και ο ελαφρά τραυματισμένος πλοίαρχος του J.H. Ο Giles.

Όλα έγιναν στάχτη και οι φωτιές ήταν πλέον αδύνατο να σβηστούν. Ακόμη και η θάλασσα φλεγόταν λόγω καυσίμων που είχαν χυθεί. Όσοι ήταν σε ακτίνα 25 χιλιομέτρων αισθάνθηκαν την καταστροφή σαν σεισμό. Πόρτες και παράθυρα κτηρίων στην Αθήνα έσπασαν και έφυγαν από τη θέση τους. Κομμάτια του πλοίου εκτοξεύτηκαν σε μεγάλες αποστάσεις. Ένα τμήμα του λέβητα έπεσε πίσω από το Ρολόι και ένα άλλο στα ναυπηγεία Βασιλειάδη. Μια πυρακτωμένη λαμαρίνα έπεσε στο υαλοστάσιο του μεσοδόμου της Σχολής Δοκίμων που καθώς ήταν καλυμμένο με πισσόχαρτο, λόγω κάλυψης φώτων, έπιασε φωτιά. Ένα κομμάτι της γέφυρας έπεσε και διέλυσε ένα περίπτερο 700 μέτρα μακριά ενώ, θραύσματα από την έκρηξη αυτή υπάρχουν ακόμη στον Πειραιά.

Οι λιμενικές εγκαταστάσεις (μηχανήματα φορτο-εκφορτώσεως, σιλό, ταινιο-διάδρομοι, ηλεκτρικές κολώνες, γραμμές ρεύματος και νερού, κτίρια, κοντέινερ, αποθήκες και φορτηγίδες), καταστράφηκαν. Τραίνα, βαγόνια, κιβώτια με εφόδια που ήταν στους μόλους και στο σιδηροδρομικό σταθμό, έγιναν κομμάτια. Μεταξύ τους ήταν και τα κιβώτια, στα οποία ήταν έξι βρετανικά καταδιωκτικά αεροπλάνα.

Αναφορά Αντιναύαρχου Καββαδία

Ο Αρχηγός του Στόλου, Αντιναύαρχος Καββαδίας, στο βιβλίο του αναφέρει: «Η βόμβα ήτο πιθανώτατα εμπρηστική και τα σπεύσαντα προς κατάσβεση της πυρκαϊάς αγήματα ως και η Πυροσβεστική Υπηρεσία δεν ανεύρον το πλήρωμα του πλοίου και υπέθεσαν ότι εθεώρησε καλόν να εξέλθει των εις την ξηρά καταφυγίων, όπου θα είχε μεταβεί κατά τον βομβαρδισμόν. Επειδή υπήρχε ο φόβος να επεκταθεί εις πλοία και κτίρια, ο Πλοίαρχος Μπακόπουλος και ο Λιμενάρχης Πλοίαρχος Σπαρπέτης (έκαστος χωριστά) διέταξαν ο μεν το εις την υπηρεσίαν του Νορβηγικό ναυαγοσωστικό Βίκιγκ, ο δε τα ρυμουλκά Αγ. Γεώργιος και Κεραυνός, να το ρυμουλκήσουν εκτός του λιμένος.

»Εν τω μεταξύ όμως, ανεφέρθη εις τον Μπακόπουλον εκ του παρατηρητηρίου ναρκών, του έναντι του καιομένου πλοίου Ωρονομικού σταθμού, ότι έχει σημειωθεί πτώσις ναρκών μεταξύ της πρώρας του φορτηγού και του δεξιού λιμενοβραχίονος. Επειδή, κατόπιν τούτου υπήρχε πιθανότης κατά την ρυμούλκησιν άνωθεν της νάρκης να εκραγεί αύτη και να φραχθή η είσοδος του λιμένος υπό του βυθιζόμενου πλοίου, ο Μπακόπουλος λαβών και την έγκρισιν του ΓΕΝ, ανέστειλε την απομάκρυνσιν».

Για τους Βρετανούς αναφέρει: «Τότε όμως, τότε μόλις, παρουσιάστηκαν αι ως τότε σιωπώσαι και άφανται Αγγλικαί Αρχαί και ανέφερον ότι εντός του καιόμενου πλοίου υπήρχον, άνω των 400 τόννων τροτύλης προοριζομένης δια το Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον. Δεν κατόρθωσα να μάθω, παρ’ όλας τας προσπάθειας μου, ποιος εξ αυτών έλαβε το θάρρος να ομολογήσει την εγγληματικήν αύτην αμέλειαν και τι του είπον».

Διαβάστε επίσης:  Ανδρέας Μιαούλης. Η προεπαναστατική του δραστηριότητα. Μια άγνωστη και σημαντική πλευρά του ήρωα

Το μέγεθος της καταστροφής

Το πρωί της 7 Απριλίου, ο πρωθυπουργός Κορυζής με κλιμάκιο υπουργών, κατέβηκαν στον Πειραιά για να διαπιστώσουν το μέγεθος της καταστροφής. Εκεί έκπληκτοι είδαν την αποδιοργάνωση όλων των κρατικών υπηρεσιών και τον πανικό που επικρατούσε παντού. Στρατιωτικοί (Έλληνες και Άγγλοι), Λιμενικοί, Πυροσβέστες, υπάλληλοι και εργάτες του ΟΛΠ, πρόσκοποι και η νεολαία Μεταξά (ΕΟΝ), προσπαθούσαν και ο ένας έμπλεκε στα πόδια του άλλου.
Εκείνη την ώρα, στη προσπάθεια απομακρύνσεως φλεγόμενου πλοίου, το ναυαγοσωστικό VIKING, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε μπροστά στα μάτια όλων. Τότε ήταν, που ο πρωθυπουργός βλέποντας το χάος, την επικάλυψη αρμοδιοτήτων και την αποδιοργάνωση όλων των κρατικών και μη αρχών, πήρε την απόφαση και υπέγραψε επί τόπου διαταγή δημιουργίας της “Ανωτέρας Διοίκησης Πειραιά” που υπαγόταν απ’ ευθείας σε αυτόν και ανήκαν σε αυτή όλες οι κρατικές (πολιτικές και στρατιωτικές) και δημοτικές υπηρεσίες.

Στα ρυμουλκά που ρυμουλκούσαν πλοία προς την έξοδο, πάντα προπορευόταν μια βενζινάκατος ή ένα μεγάλο καΐκι. Αναγκάστηκαν να γίνουν αυτοσχέδια ναρκαλιευτικά και κάθε τόσο, ανά 15-20 δλπ, πολυβολούσαν μπροστά από την πλώρη τους, μήπως και πετύχουν τις νάρκες. Ένα δε συνεργείο του Πολεμικού Ναυτικού έριχνε χειροβομβίδες και βόμβες βυθού σε περιοχές που θέλαμε να είναι ασφαλείς και σε σημεία που έλεγαν πως είχαν δει να πέφτουν νάρκες. Με τις αυτοσχέδιες αυτές μεθόδους, κατάφεραν μέσα σε δύο μέρες, να καθαρίσουν ένα δίαυλο για τη μετακίνηση των πλοίων. Ο Πειραιάς άρχισε να επαναλειτουργεί.

Μερικά μέτρα μακρύτερα από το Fraser, ήταν παραβεβλημένη η βρετανική κορβέτα HYACINTH με δυνατότητα ναρκαλιείας μαγνητικών και ακουστικών ναρκών, που μας είχε στείλει ως βοήθεια από την Αλεξάνδρεια, το Βρετανικό Ναυτικό. Μετά την ανατίναξη του Fraser, θραύσματα την έπληξαν καταστρέφοντας τα μηχανήματα ναρκαλιείας. Επειδή όμως, οι επιχειρήσεις εκκαθάρισης ναρκών ήταν επείγουσες, ο Αρχηγός Ναυτικού, ζήτησε από τον Διοικητή Ναυτικών Δυνάμεων Μεσογείου, βοήθεια.

Έτσι, την επόμενη εβδομάδα ήλθαν από Αλεξάνδρεια η κορβέτα/ναρκαλιευτικό SALVIA και το ναρκαλιευτικό της Νότιας Αφρικής MUROTO. Μέχρι δε να ολοκληρωθούν οι επιχειρήσεις, οι μετακινήσεις των πλοίων προς Ναύσταθμο, Σαλαμίνα, Σκαραμαγκά και Ελευσίνα, γινόταν από το στενό της Φανερωμένης-Μεγάρων, ενώ για 10 μέρες ο εφοδιασμός της Ελλάδας και η αποστολή εφοδίων στο μέτωπο γινόταν από άλλα λιμάνια (Βόλο, Χαλκίδα, Ελευσίνα και Στυλίδα).

Όλα τα γερμανικά αεροσκάφη επέστρεψαν στη βάση τους εκτός από ένα, που πλήγηκε από την αντιαεροπορική άμυνα και με μία μηχανή κατευθύνθηκε στο πλησιέστερο φίλιο αεροδρόμιο, που ήταν στη Ρόδο. Όταν έφτασε εκεί, καθυστέρησε να προσγειωθεί λόγω του ότι είχε προηγηθεί επιδρομή από βρετανικά αεροσκάφη που είχαν εκδράμει από την Αίγυπτο.

Το αεροσκάφος, κατά την αναγκαστική του πλέον, λόγω εξάντλησης καυσίμων, προσγείωση, προσέκρουσε σε συντρίμμια και καταστράφηκε. Πιλότος του ήταν ο αρχηγός του κύματος που έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά, ο Γερμανός άσσος πιλότος Hans-Joachim Herrmann, που διεσώθη.

Από τον βομβαρδισμό αυτό του Πειραιά, καταστράφηκαν ή υπέστησαν σημαντικές ζημιές επτά από τις 12 περιοχές φορτοεκφορτώσεως, βυθίστηκαν 11 μεγάλα πλοία, 60 μικρότερα και 25 αλιευτικά. Πανικός, φόβος και απογοήτευση παντού. Τόσα πυροβόλα να βάλουν και να μην ρίξουν ούτε ένα αεροπλάνο! Η αντιαεροπορική μας άμυνα, αν και από τον Πειραιά μέχρι τα Μέγαρα υπήρχαν αρκετά πυροβολεία και πυροβόλα, αποδείχτηκε ανεπαρκής.

Μετά την καταστροφική αυτή επίθεση, βελτιώθηκε ο συντονισμός μεταξύ ελληνικών και αγγλικών αρχών και επίσης διατάχθηκε όπως έκτοτε, κατά τη διάρκεια των συναγερμών, να παραμένει στα πλοία το άγημα αντιμετώπισης πυρκαγιάς.

Στο επόμενο διάστημα μέχρι την άφιξη των Γερμανών στην Αθήνα (27/4/41), ο Πειραιάς βομβαρδιζόταν συνεχώς. Δέχτηκε συνολικά 55 επιθέσεις δηλαδή 2-3 επιθέσεις την ημέρα και το Ναυτικό μας έχασε στο Σαρωνικό τα πολεμικά “Βασιλεύς Γεώργιος”, “Ύδρα” και “Ψαρά”.

ΠΗΓΗ: navalhistory.gr

ΚΑΙΡΟΣ

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

Follow Us

Κοινοποιήστε

Facebook
Twitter
LinkedIn
Print