Άρθρο της Χρύσας Παπαλεξάτου*
Οι
νεότερες γενιές έχουν να αντιμετωπίσουν αυξανόμενα επίπεδα ανισότητας σε σχέση
με τις προηγούμενες και όλο και πιο ακριβή στέγαση. Πολλοί δυσκολεύονται να αποκτήσουν μόνιμη
απασχόληση και να εισχωρήσουν στη μεσαία τάξη. Σε κάποιες δυτικές οικονομίες αυτό γίνεται
κάποιες φορές με την ανάληψη σημαντικού φοιτητικού χρέους ή συμμετέχοντας σε
προγράμματα πρακτικής άσκησης που δεν αμείβονται. Ένα αυξανόμενο ποσοστό νέων φεύγουν από το γονεϊκό
σπίτι πολύ αργότερα από ό,τι παλιότερα ενώ όλο και λιγότεροι γίνονται
ιδιοκτήτες ακινήτων.
Γενικότερα, υπάρχει αναμφίβολα
ένας ευρύτερος προσανατολισμός του κράτους πρόνοιας προς την υποστήριξη των
ηλικιωμένων έναντι της νεολαίας. Η
οπτιμιστική προσέγγιση είναι να αναμένουν οι νεότεροι, διαγενεακές μεταβιβάσεις
πλούτου (οι μεταβιβάσεις ακινήτων είναι ο πιο κοινός τρόπος για να γίνει κάτι
τέτοιο). Οι πεσιμιστές λένε, ότι δεν
είναι απαραίτητο ότι οι νεότεροι θα επωφεληθούν σίγουρα από μεταβιβάσεις
πλούτου και ακινήτων και ότι υπάρχει μία διαμάχη ανάμεσα στις δύο γενιές: τη
νεότερη «Γενιά των ενοικιαστών» έναντι της γηραιότερης «Γενιάς των ιδιοκτητών».
Για να αποκτήσουν κατοικία οι
νεοσύστατες οικογένειες, απαιτείται συνήθως να εργάζονται και οι δύο γονείς. Το να έχει όμως ένα νοικοκυριό διπλό εισόδημα
είναι δύσκολο σε ορισμένες χώρες που η προσχολική φροντίδα δεν είναι δωρεάν. Σε Αγγλοσαξονικές χώρες όπως το Ηνωμένο
Βασίλειο, τα ποσοστά ιδιοκτησίας ακινήτου στους νέους μειώθηκαν σημαντικά την
τελευταία δεκαετία. Παρεμφερείς τάσεις
παρατηρούνται όμως και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στις οποίες οι νέοι
φεύγουν από τη γονεϊκή κατοικία αργότερα από ό,τι τρεις δεκαετίες πριν, και το
ποσοστό των νέων που είναι ιδιοκτήτες ακινήτων επίσης μειώνεται.
Αυτές οι αλλαγές έχουν σίγουρα
οικονομικά αλλά και πολιτικά αίτια. Σύμφωνα
με την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Lindsay Flynn (2020) του Πανεπιστημίου του
Λουξεμβούργου, η στεγαστική πολιτική είναι ένα υποεκτιμημένο εργαλείο
πολιτικής, γιατί θα μπορούσε να δημιουργήσει ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους. Στην έρευνά της μελετά δεδομένα από 20
αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ με πολύ διαφορετικές αγορές ακινήτων
(συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας). Καταλήγει ότι το ποσοστό των νέων που κατοικεί
με τους γονείς του είναι μικρότερο σε χώρες με αναπτυγμένες αγορές στεγαστικών
δανείων, με μεγάλο αριθμό κοινωνικών ενοικιαζόμενων κατοικιών, φορολογικές
ελαφρύνσεις στην αγορά κατοικίας, χαμηλά κόστη συναλλαγής για τους αγοραστές. Προτείνει οι κυβερνήσεις να δώσουν διάφορα
κίνητρα στους νέους αγοραστές για την αγορά της πρώτης κατοικίας όπως για
παράδειγμα χαμηλότοκα (ή άτοκα) στεγαστικά δάνεια. Τονίζει πως η χαλάρωση πιστοδοτικών κριτηρίων,
-όπως ο λόγος «δάνειο προς αξία υπέγγυου ακινήτου»- θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική
σε χώρες, όπου οι πιθανοί αγοραστές πρέπει να συγκεντρώνουν μεγάλο μέρος της
αξίας του ακινήτου με ίδια συμμετοχή. Αναφέρει,
πως πέρα από τα παραπάνω μέτρα, απαραίτητη προϋπόθεση για να επιλυθεί το
πρόβλημα, είναι οι νέοι να έχουν σταθερές και υψηλότερες αμοιβές.
Επισημαίνεται στην έρευνα πως
οι νέοι απαιτείται να μετακινούνται εύκολα για εξεύρεση εργασίας ή για επιπλέον
εκπαίδευση ή κατάρτιση. Εάν η μετακίνηση
των νέων είναι δύσκολη, μπορεί να παραμείνουν εγκλωβισμένοι στο γονεϊκό σπίτι
και να μην αδράξουν τις επαγγελματικές ευκαιρίες που είναι απαραίτητες στην
αρχή της επαγγελματικής τους πορείας. Η
αδυναμία γεωγραφικής μετακίνησης θα είχε αρνητικές συνέπειες και για την αγορά
εργασίας και για την αγορά κατοικίας.
Άλλες έρευνες υπογραμμίζουν
ότι τα φορολογικά κίνητρα για την αγορά κατοικίας μέσω στεγαστικών δανείων
καταλήγουν συνήθως να ανεβάζουν τις τιμές των ακινήτων και συνεπώς να ωφελούν
πιο πολύ τους πωλητές παρά τους αγοραστές. Για αυτό, και σε μια εποχή αυξανομένης
ανισότητας που δεν έχουν όλοι οι νέοι τις ίδιες προοπτικές και ευκαιρίες, θα
πρέπει να δοθεί έμφαση σε εναλλακτικά μέτρα πολιτικής που να απευθύνονται στη
μερίδα εκείνη των νέων που αδυνατεί να προσεγγίσει την αγορά πρώτης κατοικίας. Για παράδειγμα, να αυξηθούν τα μέτρα ελέγχου
του ύψους των ενοικίων (που αυξάνονται συνεχώς λόγω των βραχυχρονίων
μισθώσεων), και να δοθεί έμφαση στην κοινωνική κατοικία.
Αναμφίβολα, οι πολιτικές που
ενισχύουν την ιδιοκατοίκηση συνδέονται και με κινδύνους μεγάλης μόχλευσης και
υψηλής ενυπόθηκης δανειοδότησης των νοικοκυριών. Από το 1995 έως το 2019, το ιδιωτικό χρέος
στις προηγμένες δημοκρατίες αυξήθηκε από 90% κατά μέσο όρο περίπου στο 150% του
διαθέσιμου εισοδήματος.
Ένα αυξανόμενο μέρος του
προσωπικού εισοδήματος πηγαίνει τώρα στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού χρέους, και
αυτό έχει σημαντική επίδραση στο εισόδημα. Σύμφωνα με έρευνα του 2022 που εκπόνησαν ο
Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Harvard Torben Iversen με τον Καθηγητή του
Πανεπιστήμιου του Οχάιο Philipp Rehm τα δεδομένα σχετικά με την πιστοληπτική
ικανότητα των δανειοληπτών που είναι διαθέσιμα στους δανειστές/τράπεζες
βελτιώνονται. Με αποτέλεσμα, να μπορούν
να βελτιωθούν και οι εκτιμήσεις κινδύνου αθέτησης αποπληρωμής των στεγαστικών
δάνειων γεγονός που θα επηρεάζει τα επιτόκια και θα τα διαφοροποιεί ανάλογα με
τον κίνδυνο. Καθώς οι τόκοι
καταβάλλονται από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, και στο βαθμό που το
διαθέσιμο εισόδημα συσχετίζεται αρνητικά με τον κίνδυνο αθέτησης, η διανομή του
καθαρού εισοδήματος (καθαρό από την εξυπηρέτηση του χρέους) θα γίνεται όλο και πιο
άνιση. Ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας όμως,
όπως επισημαίνουν, βελτιώνει τους όρους του δανεισμού στα φτωχότερα στρώματα. Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι μένουν
άνεργοι, μέρος του χαμένου εισοδήματός τους αντικαθίσταται από επιδόματα
ανεργίας. Όσο υψηλότερο είναι το
επίδομα, τόσο πιο πιθανό είναι να εξυπηρετήσουν οι άνεργοι το χρέος τους. Οι δανειστές θα το γνωρίζουν αυτό και τα
επιτόκια θα αντανακλούν τον χαμηλότερο κίνδυνο.
Το πρόβλημα λοιπόν, είναι ότι
σε μια εποχή αύξησης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και παγκόσμιας
ύφεσης, πολλοί νέοι στο ξεκίνημα της καριέρας τους, με επισφαλείς συνθήκες
εργασίας πιθανώς να εμπίπτουν στην κατηγορία υψηλού κινδύνου δανειοληπτών. Επομένως, μέτρα, που στοχεύουν στη βελτίωση
της πρόσβασης των νέων στις πιστωτικές αγορές, αλλά και στην εξασφάλιση
χαμηλότερων επιτοκίων είναι απαραίτητα γιατί αλλιώς η διαγενεακή ανισότητα της
διανομής πλούτου και εισοδήματος δε θα μπορέσει να καταπολεμηθεί. Ταυτόχρονα όμως, σημασία έχει και η ενίσχυση
των παραδοσιακών πολιτικών του κράτους πρόνοιας και η βελτίωση της αγοράς
εργασίας, οι οποίες μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η αύξηση του
ιδιωτικού χρέους στην ανισότητα.
* Η κα. Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος
της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής &
Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΠΗΓΗ: capital.gr