Άρθρο του Θ. Π.
Παπαθεοδώρου*
Τα σύνορα της Ελλάδας είναι
ταυτόχρονα και εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το
Μεταναστευτικό-Προσφυγικό είναι για την περιοχή της Νοτιανατολικής Μεσογείου –
και ιδιαίτερα για την Ελλάδα – εθνικό και ευρωπαϊκό ζήτημα.
Οι αυτονόητες αυτές παραδοχές
φαίνεται να αμφισβητούνται έμμεσα άμεσα από την αναθεωρητική πολιτική της
Τουρκίας, από τη ρευστοποίηση που προκαλείται λόγω των έντονων περιφερειακών
γεωπολιτικών ανακατατάξεων, όπως και από την εργαλειοποίηση του
Μεταναστευτικού-Προσφυγικού από δυνάμεις εκτός αλλά και εντός της ΕΕ.
Το πρόβλημα, μετά από
αλλεπάλληλες κρίσεις, αγγίζει και πάλι την Ελλάδα, ως χώρα πρώτης υποδοχής, ενώ
αυξάνονται οι μεταναστευτικές ροές και πολλαπλασιάζονται οι κριτικές και οι
αντιδράσεις για την πολιτική μετανάστευσης και ασύλου σε εθνικό και ευρωπαϊκό
επίπεδο.
Μπορεί να μη συμφωνούν όλοι,
αλλά οι βάσεις αυτής της πολιτικής είναι δεδομένες και κυρίαρχα αποδεκτές:
πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο είναι, σύμφωνα με τις Συνθήκες της
ΕΕ, κοινή, ευρωπαϊκή πολιτική, στηρίζεται στον σεβασμό των θεμελιωδών
δικαιωμάτων και του Ευρωπαϊκού Δικαίου για το άσυλο, προτάσσει την προστασία
των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ και την εξωτερική διαχείριση των μεταναστευτικών
και προσφυγικών ροών σε συνεργασία με τρίτες χώρες, εφαρμόζει την πολιτική της
επιλεκτικής μετανάστευσης και διαμορφώνει ισχυρούς ευρωπαϊκούς θεσμούς για την
άσκηση της παραπάνω πολιτικής.
Επομένως, όταν αμφισβητείται
από ορισμένους η σκοπιμότητα του φράχτη στον Έβρο για την προστασία των εθνικών
και ευρωπαϊκών συνόρων, η αποτρεπτική πολιτική για τις ροές στο πλαίσιο της
συμφωνίας ΕΕ – Τουρκίας, το έργο του Λιμενικού και της Frontex για τη διάσωση
των θυμάτων της παράνομης διακίνησης μεταναστών, αλλά και για την αντιμετώπιση
των κυκλωμάτων του οργανωμένου εγκλήματος, αμφισβητείται στην ουσία η κοινή
ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο.
Σε αυτή την πολιτική τίποτα
δεν είναι μαύρο ή άσπρο, τίποτα δεν είναι απόλυτο ή γραμμικό. Η Συνθήκη της ΕΕ αναγνωρίζει την αρχή της μη
επαναπροώθησης των μεταναστών και η πολιτική της ΕΕ καθώς και η νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιτρέπουν την αποτροπή όταν
υπάρχει απόπειρα μαζικής εισόδου μεταναστών στα χερσαία σύνορα παράνομα και με
χρήση βίας. Η ΕΕ αποφάσισε άμεσα την
παροχή προσωρινής διεθνούς προστασίας σε όλους τους Ουκρανούς πρόσφυγες που
διέφυγαν τη φρίκη της ρωσικής εισβολής και προηγουμένως, στην κρίση του 2015,
είχε υποδεχτεί σχεδόν δύο εκατομμύρια πρόσφυγες στο έδαφος της.
Ωστόσο, θα πρέπει να
συμφωνήσουμε οι ευρωπαίοι πολίτες και πολιτικοί στο ότι η ΕΕ και τα κράτη-μέλη
δεν εφαρμόζουν πολιτική ανοιχτών συνόρων απέναντι στη μετανάστευση και στο
άσυλο. Αντίθετα, η πολιτική που
εξελίσσεται συνεχώς είναι στην κατεύθυνση της διαχείρισης των προσφυγικών ροών
στα εξωτερικά σύνορα και, πλέον, με διαδικασίες που θα διενεργούνται και πέραν
των εξωτερικών συνόρων, στις τρίτες χώρες, ώστε να περιοριστούν τα κυκλώματα
διακίνησης προς την Ευρώπη.
Τα σύνορα, εθνικά και ευρωπαϊκά,
ενισχύονται πλέον, μαζί με την κοινή πολιτική για την προστασία τους, σε μια
κρίσιμη γεωπολιτικά περίοδο. Τα πολιτικά
παιχνίδια με στόχο την αποδυνάμωση της Frontex την αναγωγή ορισμένων
επαγγελματιών «δικαιωματιστών» σε «επιδραστικούς» διαμορφωτές της πολιτικής για
τη μετανάστευση και το άσυλο δεν θα έχουν μεγαλύτερη τύχη από τους «δεκάρικους»
που εκφωνούνται προς τέρψη ορισμένων αντισυστημικών ακροατηρίων. Σημασία έχει ότι προστασία των θεμελιωδών
δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων επαφίεται στους θεσμούς της
φιλελεύθερης και δημοκρατικής Ευρώπης και όχι στους πολιτικούς εισπράκτορες της
ανθρώπινης δυστυχίας.
* Ο κ. Θεόδωρος Π.
Παπαθεοδώρου είναι καθηγητής Πανεπιστήμιου Πελοποννήσου, πρώην υφυπουργός.
ΠΗΓΗ: Τα
Νέα