Άρθρο
του δρ. Μιχάλη Κρητικού*
Οι
ψηφιακές τεχνολογίες έχουν αλλάξει ριζικά την παιδική και εφηβική ηλικία. Σύμφωνα με την Unicef, το ένα τρίτο όλων των
χρηστών του Διαδικτύου είναι πλέον παιδιά, ενώ πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι
πάνω από το 90% των παιδιών ηλικίας 8 έως 12 ετών διαθέτουν μια συσκευή που
μπορεί να συνδεθεί στο Διαδίκτυο.
Ταυτόχρονα,
τα τελευταία χρόνια η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών στο Διαδίκτυο έχει
αυξηθεί εκθετικά έχοντας γίνει η πιο ύπουλη μορφή του σύγχρονου εγκλήματος στον
κυβερνοχώρο. Μελέτες δείχνουν ότι
υπάρχουν καθημερινά πάνω από 1 εκατομμύριο χρήστες που αναζητούν υλικό
σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (CSAM) στο Διαδίκτυο, ενώ το 2021 σημειώθηκε
αύξηση κατά 64% των ιστότοπων που περιέχουν ή διαφημίζουν υλικό σεξουαλικής
κακοποίησης παιδιών στο Διαδίκτυο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 94% του υλικού
παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο περιέχει εικόνες
παιδιών ηλικίας από 13 ετών και κάτω.
Στην
Ελλάδα αυξάνεται με πρωτοφανείς ρυθμούς η παιδική κακοποίηση καθώς 1 στα 6
παιδιά θα δεχθεί κάποια μορφή σεξουαλικής βίας στη ζωή του ενώ το 41% των παιδιών
φέρεται να έχει δεχθεί αίτημα φιλίας στο Διαδίκτυο από άγνωστο ενώ σύμφωνα με
τα τελευταία στοιχεία υπάρχουν 1.500 ενεργοί παιδόφιλοι στη χώρα. Η χώρα μας θεωρείται ευρωπαϊκή κερκόπορτα
σε θέματα κυβερνοασφάλειας, γεγονός που καθιστά τα ελληνόπουλα ιδιαίτερα
ευάλωτα σε πρακτικές ψηφιακής αποπλάνησης.
Με
δεδομένο ότι όσοι εμπλέκονται σε τέτοια κυκλώματα βρίσκονται πάντοτε πολλά
βήματα μπροστά τεχνικά καθιστώντας τον εντοπισμό των παραβάσεών τους πολύ
δύσκολο και ότι οι ομάδες που διευκολύνουν την ανταλλαγή υλικού παιδεραστίας
μέσω κρυπτογραφημένων πλατφορμών και ψευδών προφίλ στο Dark Web και στο
Clearnet συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται, το μέλλον δεν προδιαγράφεται
ιδιαίτερα αισιόδοξο. Αυτή τη στιγμή η
αποθήκευση και ο διαμοιρασμός τέτοιου παράνομου υλικού διενεργείται σε personal
clouds και εφαρμογές οι οποίες εκφεύγουν κάθε τεχνολογικού ελέγχου ειδικά με
την εισαγωγή της κρυπτογράφησης end-to-end (Ε2ΕΕ) που κατά την Europol
θεωρείται ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση στο πλαίσιο του εντοπισμού όσων
εμπλέκονται σε τέτοια κυκλώματα.
Αυτήν
τη ζοφερή πραγματικότητα επιτείνει το γεγονός ότι οι πλατφόρμες μέσων
κοινωνικής δικτύωσης έχουν περιορισμένες δυνατότητες ελέγχου ηλικίας καθώς ενώ
έχουν θέσει τα 16 έτη ως το ελάχιστο όριο ηλικίας για τους χρήστες τους, η
δημοτικότητά τους μεταξύ των παιδιών 12-15 ετών έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός
ότι τα ελληνόπουλα έχουν αυξήσει σημαντικά τον χρόνο πλοήγησής τους στο
Διαδίκτυο δεν τον αξιοποιούν ως συνοδευτικό εργαλείο για τη μελέτη των σχολικών
μαθημάτων τους γεγονός που μας κατατάσσει στην προτελευταία θέση στη σχετική πανευρωπαϊκή
λίστα. Η ερεβώδης αυτή κατάσταση
επιτείνεται από το γεγονός ότι πρόσφατη έρευνα αποκάλυψε ότι 83% των παιδιών
στην Ελλάδα δηλώνει ότι μπαίνει στο Διαδίκτυο χωρίς την επίβλεψη των γονιών ενώ
το 70% των παιδιών κάνει χρήση κοινωνικών δικτύων σε μη επιτρεπτή ηλικία.
Δυστυχώς
κανένα μαγικό λογισμικό ή τεχνολογικό υπερόπλο δεν θα καταφέρει να
αντιμετωπίσει χρόνιες κοινωνικές παθογένειες και κυρίως δεν θα μπορέσει να
αντιπαλέψει μια ψηφιακή Λερναία Ύδρα. Ακόμα πιο σημαντικό, καμία διάσταση της
συντελούμενης ελληνικής ψηφιακής μετάβασης δεν θα αποκτήσει κοινωνικό έρεισμα
εάν δεν καταφέρει πρωτίστως να προστατεύσει αποτελεσματικά τα πιο ανυπεράσπιστα
μέλη ενός κοινωνικού ιστού που έχει διαρραγεί μάλλον ανεπανόρθωτα.
* Ο δρ. Μιχάλης Κρητικός είναι ερευνητής του
ΕΛΙΑΜΕΠ και επίκουρος καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης και Ψηφιακής
Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησns του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών.
ΠΗΓΗ: Τα Νέα