Άρθρο του Δημήτρη Α. Σωτηρόπουλου*
Έχουν κάποια σημασία για τη δημοκρατία οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή των νόμων
και στην απονομή της δικαιοσύνης; Η
προφανής απάντηση είναι ότι έχουν αρνητική σημασία. Το ερώτημα είναι ποιες ακριβώς είναι οι
αρνητικές επιπτώσεις των καθυστερήσεων και, επίσης, αν οι καθυστερήσεις είναι
αναπόφευκτες.
Oι αρνητικές επιπτώσεις αποκαλύπτονται με μετρήσεις της κοινής γνώμης. Έρευνες μετρούν περιοδικά την ικανοποίηση των
πολιτών από τη λειτουργία της δημοκρατίας και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς
τους θεσμούς, ως δείκτες της λεγόμενης «ειδικής» υποστήριξης προς τη
δημοκρατία. Αυτή δεν αφορά το είδος και
τα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος («γενική» υποστήριξη), αλλά την
επίδοση του πολιτεύματος και το πώς οι ερωτώμενοι πολίτες, συνήθως ένα τυχαίο
δείγμα του πληθυσμού, εκτιμούν τους θεσμούς. Η «ειδική» υποστήριξη ερμηνεύεται στο πλαίσιο
συγκεκριμένης, κάθε φορά, δημοκρατίας, π.χ., της σύγχρονης ελληνικής.
Η ικανοποίηση από τη λειτουργία της δημοκρατίας κάμπτεται κατά την εκδήλωση
μιας οικονομικής κρίσης, ενώ ανακάμπτει μετά τις εκάστοτε εκλογές. Παρά τη μακροχρόνια εμπειρία διεξαγωγής των
σχετικών μετρήσεων, δεν πρέπει κανείς να παίρνει τα αποτελέσματά τους «τοις
μετρητοίς», καθώς σχετίζονται με τη συγκυρία στην οποία μετριέται η ικανοποίηση
από τη δημοκρατία και με τα ειδικά χαρακτηριστικά της. Για παράδειγμα, την άνοιξη του 2019 το 74%
Ελλήνων δεν ήταν ικανοποιημένο από τη λειτουργία της δημοκρατίας (το μεγαλύτερο
ποσοστό δυσαρεστημένων στην Ευρωπαϊκή Ενωση – Ε.Ε. Βλ. Pew Research Center). Όμως στην ίδια μέτρηση, αρκετά λιγότεροι Ρώσοι
(64%) δεν ήταν ικανοποιημένοι από τη λειτουργία της δικής τους δημοκρατίας. Το περιβάλλον των μετρήσεων έχει σημασία.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς στην Ελλάδα μειώθηκε μετά τα πρώτα χρόνια του
21ου αιώνα και παραμένει σχετικά μικρή, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της
Ε.Ε. Στην Ελλάδα, η εμπιστοσύνη προς την
κυβέρνηση και τη Βουλή παρουσίαζε διακυμάνσεις, αλλά βρισκόταν στη ζώνη του
40%-50% των ερωτωμένων από το 1990 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 (έρευνες
του Ευρωβαρόμετρου δύο φορές τον χρόνο). Έκτοτε η εμπιστοσύνη προς τους δύο θεσμούς
παρουσίασε σταδιακή κάμψη και κατέρρευσε μεταξύ 2010-2015. Τότε, κατά την οικονομική κρίση, έπεσε κάτω
από το επίπεδο του 20% και για τους δύο θεσμούς. Μετά το 2018 η εμπιστοσύνη ανέκαμψε, αλλά
παραμένει συγκριτικά χαμηλή. Με βάση τα
δύο πιο πρόσφατα δημοσιευμένα Ευρωβαρόμετρα, τον μεν Ιανουάριο του 2022 το
ποσοστό των Ελλήνων ερωτωμένων που εμπιστεύονταν την κυβέρνηση ήταν 28%
(ευρωπαϊκός μ.ό. 40%) και τη Βουλή 32% (ευρωπαϊκός μ.ό. 42%). Τον δε περασμένο Ιούλιο, τα ποσοστά είχαν
πέσει στο 22% για την κυβέρνηση (ευρωπαϊκός μ.ό. 34%) και στο 24% για τη Βουλή
(ευρωπαϊκός μ.ό. επίσης 34%).
Προβεβλημένα και λιγότερο προβεβλημένα γεγονότα, μεταξύ άλλων αιτιών,
επηρεάζουν τα επίπεδα «ειδικής» υποστήριξης προς τη δημοκρατία. Αυτό μπορούμε να το εικάσουμε για δύο
πρόσφατες εξελίξεις. Η πρώτη ήταν οι
καθυστερήσεις και η τελικά απογοητευτική έκβαση της υπόθεσης Siemens. Ανακρίσεις και δικαστήρια διήρκεσαν δεκαέξι
χρόνια με οριστική απαλλαγή των 20 εκ των 22 από τους κατηγορουμένους (ένας,
φυγόδικος, ήδη έχει καταδικαστεί, ενώ άλλος έχει αποβιώσει). Η δεύτερη εξέλιξη είναι η τρέχουσα δίκη της
Χρυσής Αυγής στο Εφετείο. Η
δευτεροβάθμια δίκη της Χρυσής Αυγής για τη δολοφονία του Παύλου Φύσα διεξάγεται
μόλις τώρα, εννέα χρόνια μετά το αποτρόπαιο γεγονός. Πέραν των ποινικών υποθέσεων με πολιτικά
συμφραζόμενα, σοβαρές επιπτώσεις στην ειδική υποστήριξη προς τη δημοκρατία
έχουν και οι γνωστές καθυστερήσεις στις αστικές και διοικητικές υποθέσεις.
Λιγότερο προβεβλημένα γεγονότα ίσως συμβάλλουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Το υπουργείο Εσωτερικών πρόσφατα ανακοίνωσε
ότι ο πρώτος πανελλήνιος γραπτός διαγωνισμός, ένα νέο αξιοκρατικό σύστημα
προσλήψεων στο Δημόσιο, που αφορά ταυτόχρονα πολλά υπουργεία και ειδικότητες,
θα διεξαχθεί τον Μάρτιο του 2023, αντί εντός του 2022, όπως είχε ανακοινωθεί. Η δικαιολογία ήταν ότι έτσι θα περιληφθούν
στον διαγωνισμό πρόσθετες ειδικότητες εκπαιδευτικών, ώστε οι επιτυχόντες να
διοριστούν τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ακούγεται λογικό, αλλά ο σχετικός,
ευπρόσδεκτος, νόμος για τον πανελλήνιο διαγωνισμό, με όλες τις λεπτομέρειές
του, είχε ψηφιστεί πριν από ενάμιση χρόνο, τον Ιανουάριο του 2021 (ν.
4765/2021, άρθρα 8-27), χωρίς να εφαρμοστεί. Μεσολάβησαν βέβαια κύματα πανδημίας, ενώ όσο
μεγαλύτερη είναι η κλίμακα ενός διοικητικού εγχειρήματος, τόσο δυσχερέστερη
είναι η διεκπεραίωσή του.
Θεωρητικά μιλώντας, είναι αναμενόμενο ότι –σε σύγκριση με άλλα πολιτεύματα–
η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που καθυστερεί σε όλα όσα κάνει. Και τούτο λόγω του πολιτικού πλουραλισμού που
τη διακρίνει από τα υπόλοιπα πολιτεύματα, ακόμη και από τις συμμετοχικές
εκδοχές της δημοκρατίας. Σε αντίθεση με
όλα αυτά, η φιλελεύθερη δημοκρατία απαιτεί συμπερίληψη αντικρουόμενων
συμφερόντων, έκφραση και διαβούλευση μεταξύ διαφορετικών απόψεων, χρονοβόρα
προσπάθεια για σύγκλιση σε λύσεις προβλημάτων με διάλογο, άσκηση πειθούς,
ψηφοφορίες. Αναπόφευκτα, αυτή η
δημοκρατία θα φτάνει στον εκάστοτε προορισμό της πάντοτε καθυστερημένη. Ταυτόχρονα, όμως, ο χρόνος είναι ένας πόρος,
όπως τα χρήματα και η εμπιστοσύνη. Η
δημοκρατία δεν μπορεί να σπαταλά πόρους, χωρίς αρνητικές επιπτώσεις.
* Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο
Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών και κύριος ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
ΠΗΓΗ: Καθημερινή