Άρθρο του δρ. Μιχάλη
Κρητικού*
Οι πρόσφατες διεθνείς έρευνες
για τη σπατάλη τροφίμων απλά σοκάρουν και φέρνουν στο διεθνές προσκήνιο μια
ακόμη ελληνική παθογένεια σε έναν ιδιαίτερα κρίσιμο κοινωνικά τομέα. Σε μια εποχή όπου οι τιμές των τροφίμων έχουν
εκτοξευτεί στα ύψη, η Ελλάδα καταλαμβάνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η θέση στη
σπατάλη τροφίμων και συγκαταλέγεται στις πρώτες παγκοσμίως μεταξύ των χωρών με
την υψηλότερη κατά κεφαλήν ετήσια σπατάλη.
Σε αντίθεση όμως με άλλες
αναπτυγμένες χώρες όπου παρατηρείται σπατάλη τροφίμων, στην Ελλάδα πετάγονται
στις χωματερές τεράστιες ποσότητες τροφίμων, την ίδια ώρα που χιλιάδες
συμπολίτες μας δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ένα υγιεινό γεύμα κάθε
δεύτερη μέρα εξαιτίας της τεράστιας οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών. Το συγκεκριμένο παράδοξο επιτείνεται από το
ότι η ραγδαίως μειούμενη οικονομική προσιτότητα των τροφίμων στη χώρα μας
αναμένεται να επιδεινωθεί από τις πανευρωπαϊκές «πρωτιές» στους δείκτες
νεανικής και μακροχρόνιας ανεργίας καθώς και από το ότι σχεδόν το 1/3 του
ελληνικού πληθυσμού ζει κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας. Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον πολύ ψηλά στη
λίστα των χωρών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο επισιτιστικής ανασφάλειας, πολύ
πάνω μάλιστα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης σημειώνοντας μια από τις
μεγαλύτερες αυξήσεις στην EE.
Πώς εξηγείται όμως η
«συνύπαρξη» της αύξησης της σπατάλης τροφίμων με την επισιτιστική ανασφάλεια
που διακατέχει ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό του πληθυσμού, τη γενικότερη
μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και την ακρίβεια στα τρόφιμα; Οφείλεται μήπως στην ίδια την καταναλωτική
κουλτούρα, στις παραγωγικές διαδικασίες των εταιρειών που συχνά τοποθετούν πολύ
σύντομες ημερομηνίες λήξης ή στην ανυπαρξία νομικά δεσμευτικών στόχων και ενός
μηχανισμού ακριβούς καταγραφής των απωλειών και ουσιαστικής αναδιανομής
τροφίμων;
Πολλές χώρες όπως η Γαλλία, η
Ιταλία, η Ρουμανία και η Ισπανία έχουν ήδη λάβει δραστικά μέτρα για βάλουν
τέλος στη σπατάλη τροφίμων μέσω της επιβολής υψηλών προστίμων σε εστιατόρια και
σουπερμάρκετ που πετάνε προϊόντα στα σκουπίδια. Με κρατική παρέμβαση, σε πολλές ευρωπαϊκές
χώρες έχουν ήδη συγκροτηθεί ισχυροί μηχανισμοί διάθεσης απούλητων τροφίμων σε
μη κυβερνητικές οργανώσεις και σε τράπεζες τροφίμων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μεγάλες αλυσίδες
σουπερμάρκετ έχουν καταργήσει μάλιστα τις ημερομηνίες λήξης ή ανάλωσης σε
ορισμένα από τα προϊόντα τους ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία το φαινόμενο του
shrinkflation – όπου εταιρείες πωλούν μικρότερες ποσότητες προϊόντος στην ίδια
τιμή όπως πριν – αποτελεί αιτία καταγγελίας και διαπόμπευσης συγκεκριμένων
εταιρειών τροφίμων. Αξίζει να σημειωθεί
ότι σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εφαρμόζεται η πώληση προϊόντων «περιορισμένης
διατηρησιμότητας» σε χαμηλότερη τιμή ενώ σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις έχουν
συγκροτηθεί ισχυρά δίκτυα εστιατορίων αλληλεγγύης που αναδιανέμουν τα
υπολείμματα φαγητού σε άτομα που έχουν ανάγκη.
Στους χαλεπούς – επισιτιστικά – καιρούς που
ζούμε, απαιτείται ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο που θα εμπνέεται από τη διεθνή
πρακτική και θα υποχρεώνει τα σουπερμάρκετ να πωλούν προϊόντα σε χαμηλότερη
τιμή όταν αυτά βρίσκονται κοντά στην ημερομηνία λήξης, θα επιβάλλει υψηλά
πρόστιμα σε όσες εταιρείες λειτουργούν χωρίς αίσθηση της κοινωνικής τους
ευθύνης και θα διευκολύνει τις δωρεές τροφίμων σε ευάλωτες ομάδες. Καθώς οι αυξήσεις στις τιμές τροφίμων
υπερβαίνουν πλέον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και η ελληνική κοινωνία βρίσκεται εν
μέσω μιας επικίνδυνης οικονομικής περιδίνησης, υπάρχει άμεση ανάγκη ρήξης με
κατεστημένες πρακτικές αναφορικά με τη διαχείριση αδιάθετων τροφίμων και όχι
μόνο. Ας ελπίσουμε ότι οι κρατούντες δεν
θα αντιμετωπίσουν αυτό το ελληνικό παράδοξο ως ζήτημα ατομικής ευθύνης, αλλά ως
κάτι πιο δομικό που αφορά το σύνολο της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων και
απαιτεί συνεχείς ελέγχους και κυρίως την επαναφορά της κοινωνικής συνοχής στο
επίκεντρο της πολιτικής στοχοθέτησης.
* Ο δρ. Μιχάλης Κρητικός
είναι ερευνητής του ΕΛΙΑΜΕΠ και επίκουρος καθηγητής σε θέματα Τεχνητής Νοημοσύνης
και Ψηφιακής Μετάβασης στη Σχολή Διακυβέρνησης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου των
Βρυξελλών.
ΠΗΓΗ: Τα
Νέα